Των Μιχοπούλου Χαρούλας, Ασμή Λάζαρου, Κουτσούκου Μαρίας
Φοβᾶμαι…
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.
Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.
Αυτό το ποίημα του Μ . Αναγνωστάκη μου ήρθε στο μυαλό να το αφιερώσω στο σύντροφο Χρήστο Ζαγανίδη που έσπευσαν κάποιοι να τον κατηγορήσουν γιατί ο στόχος τους δεν ήταν το δέντρο , δηλαδή ο ίδιος ο Χρήστος , αλλά οι καρποί του.
Όταν όλοι έχουν λουφάξει στα σπίτια τους περιμένοντας καρτερικά το επόμενο στραπάτσο, όταν όλοι οι “επαναστάτες” δικαιολογούν την ανυπαρξία τους, τότε αυτός που υπηρετεί το κίνημα ακούραστα γίνεται ενοχλητικός έως και υπόδικος.
Όταν η δράση γίνεται αλληλεγγύη, όταν οι πρακτικές του προσωπικού βολέματος ακυρώνονται στην πράξη, τότε κάτι πρέπει να εφευρεθεί για να σε σταματήσουν.
Όταν οι περισσότεροι έχουν μάθει να δουλεύουν στο σκοτάδι του μικροκομματισμού , τότε τους ενοχλεί το φως της ανιδιοτελούς δράσης.
Όταν δεν έχεις μάθει ποτέ να λες τα πράγματα με το όνομά τους, τότε κατασκευάζεις , δημιουργείς σενάρια φαντασίας προσπαθείς να γίνεις πειστικός , αδιαφορώντας για την αλήθεια και την καθαρότητα των πραγμάτων.
Αυτό επιβεβαιώνεται αν σκεφτεί κανείς τη συγκυριακή συνεργασία ΣΥΝΕΚ-ΔΑΚΕ με τη συμβολή του ΠΑΜΕ.