Της Βενετίας Ρέππα
Ο διευθυντής του σχολείου, με βάση το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, ήταν και συνεχίζει να είναι υποχρεωμένος να λειτουργεί ως ιμαντας μεταβίβασης-υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής στη βάση του εκπαιδευτικού συστήματος, τη σχολική μονάδα. Δεν αποτελεί εντολοδόχο του Συλλόγου Διδασκόντων προς την κεντρική εξουσία, αλλά το αντίστροφο.
Ιδιαίτερα στην πραγματικότητα του σχολείου της αγορας, του σχολείου στα χρόνια της κρίσης, ο ρόλος αυτός έχει αναβαθμιστεί, ανεξάρτητα από τις προθέσεις ή τις επιθυμίες κάποιου διευθυντή. Ο ρόλος αυτός οριοθετείται από ένα αυταρχικό, αντιδημοκρατικό και στην ουσία αντιεκπαιδευτικό θεσμικό πλαίσιο: καθηκοντολόγιο, δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας και πειθαρχικό δίκαιο, και κυρίως στο νομοθετικό πλαίσιο του «νέου σχολείου» που διαμορφώνει ασφυκτικά πλαίσια για το ρόλο και την αποστολή τόσο του σχολειου όσο και του διευθυντή. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει κανένα σαφές πλαίσιο, διαφορετικό του υπάρχοντος, στο οποίο να εντάσσεται η συγκεκριμένη διοικητική αλλαγή.
Επιπλέον, ο διευθυντής, ακόμη κι αν διαφωνεί με την κυβερνητική πολιτική, δεν μπορεί να την αλλάξει, μπορεί ενδεχομένως να απαλύνει δευτερεύουσες και επιμέρους πλευρής της. Στην ουσία, δηλαδή, καλείται να διαχειριστεί-προωθήσει:
- Τη διάλυση της δημόσιας-δωρεάν εκπαίδευσης, την υποχρηματοδότηση και ιδιωτικοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας (αριθμός μαθητών ανά τάξη, υπερωρίες επιχορηγήσεις κ.λπ.).
- Την «επιχειρηματικοποίηση» της σχολικής μονάδας.
- Την ανάπτυξη αξιών όπως η χορηγία, η ανταγωνιστικότητα, οι υπέρ των επιχειρήσεων «καινοτομίες», οι δεξιότητες με βάση την «αγορά εργασίας» – και όλα αυτά απέναντι στην αυταξία της γνώσης, την κριτική σκέψη, την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών.
- Την ταξική πολιτική της εξόδου των μαθητών από τη γενική ενιαία μόρφωση (έστω και λειψή, που παρέχεται σήμερα], την ανάπτυξη της «μαθητείας» -της τζάμπα εργασίας, της λογικής του εργαζόμενου «μιας χρήσης» ή «βιδας» του απασχολήσιμου, του βαουτσερά ή «ωφελούμενου» εργαζόμενου χωρίς δικαιώματα…
Έχοντας ως βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, θεωρώ ότι η απόφαση της κυβέρνησης για τη μοριοδότηση υποψήφιων διευθυντών από τον Σύλλογο Διδασκόντων δεν αποτελεί – οπως ισχυριζεται η ανακοινωση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Μ.Ε.- «ένα μεταβατικό πείραμα εκδημοκρατισμού, μια δημοκρατική τομή χειραφέτησης των εκπαιδευτικών». Αντιθέτως αποτελεί ένα άκρως επικίνδυνο για τις ανάγκες και τους αγώνες μας πείραμα.
Κυρίαρχα διότι δημιουργεί την κουλτούρα της συνυπευθυνότητας-συνδιαχείρισης μιας πολιτικής που άλλοι έχουν αποφασίσει πριν από εμάς για μας. Μιας πολιτικής αντιλαϊκής, υποταγμένης στα σχέδια Ε.Ε., Δ.Ν.Τ., κεφαλαίου. Τίποτα δεν προϊδεαζει ότι η τωρινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα έρθει σε σύγκρουση με τις βασικές επιδιώξεις και τους φορείς αυτών των σχεδίων. Ούτε η ίδια το ισχυρίζεται, άλλωστε. Αντιθέτως, προσπαθεί να ενσωματώσει τη δυναμική του κινήματος, μέσα από ασταθείς και ανώδυνες πινελιές «εξανθρωπισμού-εκδημοκρατισμού» του πλαισίου του σχολείου της αγοράς, της Ε.Ε. και του Ο.Ο.Σ.Α., χωρίς όμως να το θέτει σε ριζική αμφισβήτηση και αλλαγή.
Έχουμε, λοιπόν, ένα αντιδραστικό θεσμικό πλαίσιο αλώβητο, μια πολιτική για την «αξιολόγηση» αναβαθμισμένη και στην ίδια κατά βάση κατεύθυνση με την προηγούμενη (με διαφοροποιήσεις «στα σημεία» κι όχι στην ουσία, και σίγουρα χωρίς κατάργηση συνολικά της «αξιολόγησης») και δίπλα τους το «τυράκι στη φάκα»: τη «μοριοδλοτηση» των υποψήφιων διευθυνών από τον Σύλλογο Διδασκόντων. Εκτός από όλα τα άλλα, μετά από αυτό θα περάσει πιο εύκολα την «κυκλική» αξιολόγηση (οι κάτω τους πάνω και τούμπαλιν), λέγοντάς μας: «Εσείς αξιολογήσατε, αρνείστε να αξιολογηθείτε»;
H συζήτηση περί προσόντων που μπορούν να ελεγχθούν από τον Σύλλογο και περί υποψηφίων που θα αυτοπαρουσιάζονται νομιμοποιεί και προετοιμάζει την επόμενη φάση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών από τον διευθυντή κ.λπ.
Ας σημειώσουμε, επίσης, ότι η κυβέρνηση αρνείται την αποσύνδεση της βαθμολογικής εξέλιξης από την αξιολόγηση. Την ίδια στιγμή, στις διάφορες εκδοχές της, επανέρχεται η αξιολόγηση-αποτίμηση της σχολικής μονάδας με εμπλοκή του ΙΕΠ και της αρχής διασφάλισης ποιότητας.
Η επιχειρηματολογία που ισχυρίζεται ότι ο διευθυντής μπορεί να είναι αγωνιστής και να παλεύει να αλλάξει την άθλια σημερινή πραγματικότητα του σχολείου κι ότι η «μοριοδότηση» της επιλογής του από τους καθηγητές είναι δημοκρατική πράξη είναι επίσης λόγια του αέρα. Η αντιλαϊκή πολιτική, όπως κι αν εκφράζεται κι απ’ όπου κι αν εφαρμόζεται, δεν καταργείται από την οποιαδληποτε διοίκηση (ούτε καν φτιασιδώνεται – ίσως προσωρινά «καλύπτεται» από «καλούς» διευθυντές, τίποτε παραπάνω, όμως). Ούτε καν ο Σύλλογος Διδασκόντων δεν μπορεί -στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής και του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου- να «μεταλλάξει» το διοικητικό του ρόλο.
Ας μην έχουμε αυταπάτες. Αυτό που δρομολογείται δεν έχει καμιά σχέση με την «αυτοκυβέρνηση» και την «αυτοδιαχείρηση» της σχολικής μονάδας, στο πλαίσιο ενός εγχειρήματος για ένα άλλο σχολείο, σε σύγκρουση με το υπάρχον σύστημα. Αντιθέτως, είναι ο νέος κυβερνητικός συνδικαλισμός, που στήνεται στα χνάρια του παλιού. Είναι η υποστολή της ταξικής πάλης προς όφελος των σχημάτων του «κοινωνικού εταιρισμού» και των θεωριών της «κοινωνικής συνοχής», της «συμμετοχής και του διαλόγου», για την ενσωμάτωση των εργαζομένων σε προαπαφασισμένες αντιλαϊκές πολιτικές.
Τις αντιλαϊκές πολιτικές τις καταργούν μόνο οι μαζικοί αγώνες των εργαζομένων. Αν η κυβέρνηση είχε πολιτικό στόχο ένα δημοκρατικό σχολείο, θα έπρεπε να αρχίσει αντίστροφα:
- Να καταργήσει όλους τους αντιδραστικούς νόμους, ξεκινώντας από αυτόν για το «νέο λύκειο», μέχρι το καθηκοντολόγιο, την αξιολόγηση κ.λπ.
- Να δρομολογήσει τη συζήτηση για τη διαμόρφωση ενός 12χρονου ενιαίου, δωρεάν δημόσιου, δημοκρατικού σχολείου (στο περιεχόμενο και τη λειτουργία), σε αντιπαράθεση με τις προτεραιότητες της Ε.Ε., του Δ.Ν.Τ., των επιχειρήσεων, της αγοράς.
- Να αναβαθμίσει ουσιαστικά το ρόλο του Συλλόγου Διδασκόντων. Να τον κατοχυρώσει και θεσμικά ως κύτταρο συζήτησης της σχολικής μονάδας με αποφασιστικές και διευρυμένες αρμοδιότητες. Ο διευθυντής να θεσμοθετηθεί ως συντονιστής, ως αιρετός, ανακλητός και εντολοδόχος των αποφάσεων του Συλλόγου προς την κεντρική εξουσία και την κυβέρνηση.
Για όλους τους παραπάνω λόγους και στη βάση της λογικής που ανέπτυξα, αρνούμαι να νομιμοποιήσω τη διαδικασία μοριοδότησης των υποψήφιων διευθυντών από το Σύλλογο και θα απέχω από αυτήν.
Κάντε το πρώτο σχόλιο