Μέσα στον Ιούνιο θα ολοκληρωθεί η επιλογή περισσότερων από 16.000 διευθυντών και υποδιευθυντών σχολείων σε όλη τη χώρα. Σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας, η διαδικασία προβλέπει τη μοριοδότηση των τυπικών προσόντων (χρόνια υπηρεσίας, πτυχία, μεταπτυχιακά, ξένες γλώσσες κ.λπ.) των υποψήφιων διευθυντών και την ανακοίνωση των πινάκων των αντικειμενικών μορίων και αμέσως μετά συνεδριάσεις των συλλόγων διδασκόντων και διεξαγωγή μυστικής ψηφοφορίας, καθώς ένα μέρος του συνόλου των μορίων για την κατάληψη θέσης ευθύνης οι υποψήφιοι θα το λαμβάνουν με βάση τα αποτελέσματα αυτής της ψηφοφορίας.
Ειδικότερα για το πολυδιαφημισμένο αυτό νέο σύστημα επιλογής στελεχών της εκπαίδευσης αξίζει να σημειωθούν τα εξής:
1. Δεν πρόκειται για εκλογή διευθυντών από τους συλλόγους διδασκόντων. Πρόκειται για περιορισμένη συμμετοχή στην μοριοδότηση του διευθυντή, που εν τέλει δεν εκλέγεται αλλά επιλέγεται και ορίζεται από τη διοίκηση. Και είναι περιορισμένη συμμετοχή, διότι αφορά κατά μέγιστο το 33 – 34% των μορίων που θα μπορούσε να συγκεντρώσει (12/35 ή στα 37 για την Πρωτοβάθμια).
2. Ακόμη, ο αποκλεισμός της υποψηφιότητας ενός διευθυντή, αν δε συγκεντρώσει το 20% των ψήφων, δεν μπορεί να αποτελέσει εργαλείο μπλοκαρίσματος των αυταρχικών διευθυντών, αφού οποιοσδήποτε διευθυντής εύκολα το συγκεντρώνει (με τη στοιχειώδη “ομάδα” των 5 στους 25) και με την υπόλοιπη μοριοδότηση μπορεί να προηγηθεί στον τελικό πίνακα κατάταξης.
3. Αλλά και 100% να εκλεγόταν ο διευθυντής από το σύλλογο διδασκόντων, αυτό είναι επίφαση δημοκρατίας αν δε βάλλουμε το ερώτημα: ποιος αποφασίζει; Όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες που επηρεάζουν αποφασιστικά το πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων των στελεχών εκπαίδευσης διατηρούνται -σχεδόν- αναλλοίωτοι, όπως διαμορφώθηκαν τα πέντε τελευταία χρόνια της μνημονιακής καταιγίδας, αφού:
α) παραμένει στην ουσία του απαράλλακτο το ιεραρχικό πλέγμα της διοίκησης, το αντιδραστικό πλαίσιο του καθηκοντολογίου, του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα και των βασικών διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου, αλλά πολύ περισσότερο το νομοθετικό πλαίσιο του «νέου σχολείου» που προκαθορίζουν το ρόλο και την αποστολή του σχολείου.
β) δεν μεταρρυθμίζεται το θεσμικό πλαίσιο που μετατρέπει τον διευθυντή του σχολείου σε μάνατζερ με αυξημένες αρμοδιότητες υποβαθμίζοντας τις αρμοδιότητες, το ρόλο και την ίδια την υπόσταση του συλλόγου διδασκόντων που παραμένει διοικητικός εκτελεστής της κυρίαρχης κρατικής πολιτικής και
γ) δεν αναιρείται η κατεύθυνση της εκπαιδευτικής πολιτικής που θα συνεχίσει -όπως έχει γίνει φανερό- την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής της λιτότητας, της αδιοριστίας και των κοινωνικών-ταξικών φραγμών στη μόρφωση∙ της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της ΕΕ, του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ προς όφελος των συμφερόντων των δανειστών και με στόχο τη θρυλούμενη ανάκαμψη της “καπιταλιστικής κερδοφορίας”.
Χωρίς αυτές τις αναγκαίες αλλαγές στην εκπαίδευση, ελάχιστα μπορεί να συνεισφέρει στη δημοκρατική της λειτουργία ο τρόπος επιλογής των διευθυντών των σχολικών μονάδων.
Όσο, επομένως, η εκπαίδευση θα υποτάσσεται στην αγορά και στην ανταγωνιστικότητα – επιχειρηματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική δημοκρατία στο σχολείο που σημαίνει ότι ο σύλλογος των διδασκόντων θ’ αποτελέσει το βασικό κύτταρο σχεδιασμού του εκπαιδευτικού έργου όλης της σχολικής μονάδας, θα έχει λόγο και για τα αναλυτικά προγράμματα, τις διδακτικές επιλογές, τις ευρύτερες παιδαγωγικές πρακτικές, το συνολικό μορφωτικό προσανατολισμό, το παιδαγωγικό στίγμα του δημόσιου σχολείου κτλ. Αυτό προϋποθέτει, πέρα από συγκροτημένη παιδαγωγική θεωρία και καλή στελέχωση, υψηλή χρηματοδότηση, υψηλές απολαβές των εκπαιδευτικών, αντισταθμιστικές εκπαιδευτικές δομές, θετικές μορφωτικές διακρίσεις υπέρ των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων. Σήμερα κυριαρχεί η λεγόμενη παιδαγωγική του μάνατζμεντ, με τον εκπαιδευτικό ή το σύλλογο ως απλό διεκπεραιωτή των κρατικών εκπαιδευτικών πολιτικών και της υλοποίησης των “καινοτόμων προγραμμάτων” της Ε.Ε στον αστερισμό της λιτότητας. Αυτό δεν αλλάζει απλά με την επιλογή υπεύθυνου -τοποτηρητή της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής.
4. Μετά την επιλογή διευθυντών, οι νέοι διευθυντές των σχολικών μονάδων (Γυμνάσια, Λύκεια και ΕΠΑ.Λ.) θα αναδείξουν στη συνέχεια τους νέους διευθυντές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η πυραμίδα της διοίκησης χωρίς να αποκεντρώνεται, χωρίς να εκδημοκρατίζεται, χωρίς ούτε να δεσμεύεται για την αλλαγή της πολιτικής της στην εκπαίδευση επιδιώκει να έχει πια την έγκριση της βάσης των εκπαιδευτικών μετατρέποντας τους συλλόγους σε υπηρεσιακά συμβούλια!
5. Η κυβέρνηση αρνείται την αποσύνδεση της βαθμολογικής εξέλιξης από την αξιολόγηση. Συνεπώς υπάρχει ορατός ο κίνδυνος οι συνάδελφοι στην ψηφοφορία για την επιλογή νέων διευθυντών να εγκλωβιστούν, όταν με τη δική τους ψήφο και συμμετοχή κληθούν να επιλέξουν τον επόμενο αξιολογητή τους, που είναι σίγουρο πως σε κάποιο βαθμό θα οριστεί από το νόμο υπεύθυνος, για να καθορίσει τη βελτίωση ή τη στασιμότητα της βαθμολογικής και μισθολογικής τους εξέλιξης.
6. Τέλος, όπως δείχνουν οι εξελίξεις (συνεννοήσεις μεταξύ διευθυντών για το που θα κάνουν αίτηση, ώστε να μην υπάρχει ανταγωνιστής, συνεννοήσεις με αιρετούς στα ΠΥΣΔΕ κ.λπ.) η διαδικασία υποβολής υποψηφιοτήτων είναι σε τέτοιο βαθμό χειραγωγημένη από τους διοικητικούς-κομματικούς σχηματισμούς και τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, ώστε υπάρχει ισχυρή η πιθανότητα το 80-90% των διευθυντών στην Πρωτοβάθμια και λίγο λιγότερο στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση να είναι ίδιοι με τους σημερινούς.
Για όλους αυτούς τους λόγους ως Δ.Σ. της Ε.Λ.Μ.Ε. Χανίων κατανοούμε τις παρατηρήσεις πολλών συναδέλφων που προτάσσουν την ανάγκη και στις νέες συνθήκες το εκπαιδευτικό κίνημα να μην μπει στη λογική της “συνδιοίκησης” και της “συνδιαχείρισης”, να μην υποστείλει δηλαδή τη σημαία των αιτημάτων και των διεκδικήσεων του προκρίνοντας τη στάση της αποχής.
Ωστόσο ως Δ.Σ. της Ε.Λ.Μ.Ε. Χανίων με αίσθημα ευθύνης και παίρνοντας υπόψη πως:
α) η θεμιτή στάση της αποχής από τις διαδικασίες επιλογής διευθυντών σχολείων θα έπρεπε κάτω από φυσιολογικές συνθήκες να είχε διατυπωθεί στις Γ.Σ των ΕΛΜΕ και στις διαδικασίες βάσης του σωματείου, ώστε να αποτελέσει -πέρα από τις διαχειριστικές αυταπάτες- κοινή θέληση και ψηφισμένη απόφαση της πλειοψηφίας των συνδικαλισμένων εκπαιδευτικών, γεγονός που προφανώς δε συνέβη με ευθύνη όλων, πρώτα και κύρια της ΟΛΜΕ και των παρατάξεων που δρουν σ’ αυτή, και
β) υπάρχει ανάμεσα στους συναδέλφους ισχυρό το αίσθημα αποκατάστασης της αδικίας από τη διοίκηση και αρκετούς διευθυντές σχολείων τα πέντε τουλάχιστον τελευταία “πέτρινα χρόνια”, καθώς λειτουργεί η υγιής θέληση τους να “καταψηφίσουν” όσους όχι μόνο προσπάθησαν με αυταρχικό τρόπο να επιβάλλουν στους συλλόγους διδασκόντων το χουντικής εμπνεύσεως “εντέλλεσθε” του πρώην υπουργού παιδείας κ. Αρβανιτόπουλου (για την συγκρότηση ομάδων εργασίας αυτοαξιολόγησης), αλλά επιδίωξαν την παρουσία των εκπαιδευτικών από τις 8 το πρωί μέχρι τις 2 το μεσημέρι στο σχολείο (έστω κι αν δεν είχαν καμία διδακτική ή εξωδιδακτική απασχόληση), επέβαλαν τις υποχρεωτικές καλύψεις κενών με απλήρωτες υπερωρίες, την “απασχόληση παιδιών” σε κενά από απουσίες εκπαιδευτικών κ ο.κ.
Γι’ αυτό στις συνεδριάσεις των συλλόγων διδασκόντων που έχουν θέμα τη ψηφοφορία για τη μοριοδότηση υποψήφιων διευθυντών ως Δ.Σ. της Ε.Λ.Μ.Ε. Χανίων προτείνουμε σε όσους συναδέλφους προσανατολίζονται να υποστηρίξουν με τη ψήφο τους κάποια υποψηφιότητα, χωρίς να εμπλακούν σε άγονες “κοινοβουλευτικού χαρακτήρα” αντιπαραθέσεις, με αίσθηση δημοκρατικής ευθύνης να προτιμήσουν τους υποψήφιους που δεσμεύονται και στοιχειωδώς δίνουν τις εγγυήσεις πως:
α) θα αναγνωρίσουν το σύλλογο διδασκόντων ως κυρίαρχο όργανο του σχολείου σε διοικητικά, εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά ζητήματα, φυσικά σε συνεργασία με τους μαθητές και τους γονείς τους, που θα πρέπει να έχουν λόγο στα ζητήματα που τους αφορούν και τα ανάλογα δικαιώματα.
β) δε θα εφαρμόσουν κανένα αξιολογικό και πειθαρχικό πλαίσιο εις βάρος συναδέλφων και στην ανάγκη θα έλθουν σε σύγκρουση με τη διοίκηση, αν τους δοθούν τέτοιες εντολές και κατευθύνσεις, και
γ) θα αγωνιστούν μαζί με την ΟΛΜΕ, την ΕΛΜΕ και τους εκπαιδευτικούς του σχολείου, για να επιτευχθούν οι στόχοι του εκπαιδευτικού κινήματος, για ένα δημόσιο σχολείο που θα χωρά όλους τους μαθητές, όλους τους εκπαιδευτικούς, όλη τη γνώση.
Για τις περιπτώσεις, τέλος, υποψήφιων διευθυντών που το προηγούμενο διάστημα εκδήλωσαν αντιδημοκρατικές, αυταρχικές συμπεριφορές απέναντι σε συναδέλφους και έχουν επώνυμα καταγγελθεί από τα συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών ή τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς στα σχολεία, καλό είναι ο σύλλογος διδασκόντων να απορρίψει συλλογικά την υποψηφιότητά τους. Αν ένας τέτοιος αντιδημοκρατικός διευθυντής είναι ο μόνος υποψήφιος, καλό είναι οι συνάδελφοι να μην παίρνουν μέρος στη ψηφοφορία ή να ψηφίσουν λευκό, ώστε να πέφτει το ποσοστό στήριξης του από το σύλλογο διδασκόντων.
Κάντε το πρώτο σχόλιο