Αν o “καλός διευθυντής” είναι η απάντηση, ποια είναι η ερώτηση;

Του Χρήστου Κάτσικα

Πολύ κουβέντα γίνεται αυτές τις μέρες στα σχολεία για την επιλογή των διευθυντών. Η συμμετοχή του συλλόγου διδασκόντων, όπου με την ψήφο του ο κάθε εκπαιδευτικός αξιολογεί τους υποψήφιους διευθυντές, φαντάζει, χωρίς αμφιβολία, για ένα μεγάλο μέρος εκπαιδευτικών, ως μια δυνατότητα, να πριμοδοτηθούν ή να τιμωρηθούν κάποιοι από τους υποψήφιους.
Είναι αλήθεια ότι ιδιαίτερα τον χρόνο που πέρασε, η συντριπτική πλειονότητα των εκπαιδευτικών, βίωσαν έναν αφόρητο αυταρχισμό, μια μόνιμη απειλή, η οποία ξεκινούσε από το Υπουργείο Παιδείας και μέσω των Περιφερειακών Διευθυντών και των Προϊσταμένων των Διευθύνσεων Εκπαίδευσης «χαράκωνε» τον εκπαιδευτικό κόσμο. Οι τελικοί ιμάντες μεταβίβασης και υλοποίησης των αντιεκπαιδευτικών πολιτικών, του κλίματος αυθαιρεσιών και εκβιασμών, των «εντέλλεσθε», ήταν η μεγάλη πλειονότητα των Διευθυντών των σχολικών μονάδων οι οποίοι, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν δίστασαν, υιοθετώντας ακόμη και άνωθεν προφορικές εντολές, να πιέσουν και να αστυνομεύσουν τους συναδέλφους τους.
Η κατάσταση αυτή, η οποία έχει αφήσει ζωντανά ακόμη τα αποτυπώματά της, πριμοδοτεί μια θετική αποδοχή της πρότασης για εκλογή (έστω μερική) των διευθυντών από το σύλλογο διδασκόντων ενώ, δεν είναι λίγοι, εκείνοι που υποστηρίζουν το πόσο αυτός ο τρόπος επιλογής είναι ένα γενναίο βήμα μπροστά σε σχέση μ’ αυτό το προηγούμενο, «αδιαφανές» σύστημα της προσωπικής συνέντευξης.
Την ίδια ώρα και στην ίδια όχθη, σέρνεται μια κριτική «για το πόσο πονηρές είναι οι αντίστοιχες εγκύκλιοι», «πόσο προωθούν «τους ίδιους και τους ίδιους», πόσο κουτσουρεμένη είναι μια δημοκρατία που λαμβάνει υπόψη την άποψη των εργαζομένων κατά ένα μικρό μόνο ποσοστό.
Κάποιοι ακόμη πιο επιφυλακτικοί που παραδέχονται ότι σίγουρα υπάρχουν κάποια προβλήματα και σε αυτή τη διαδικασία, γρήγορα καταλήγουν ότι την προτιμούν ως το μικρότερο κακό.

                «ΤΟ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ ΚΑΚΟ»


«Το μικρότερο κακό», λοιπόν! Η πιο πετυχημένη πονηριά της λογικής του μικρότερου κακού είναι να μας πείσει ότι δεν υπάρχει καθόλου το κακό. Το βέβαιο είναι πως το μικρότερο κακό δεν συνιστά καλό.
Κατά την γνώμη μας όλες αυτές οι κουβέντες ξεστρατίζουν από τα πραγματικά και φλέγοντα ζητήματα της εκπαίδευσης καθώς εστιάζουν τη ματιά τους στο δέντρο, χάνοντας το δάσος. Και αυτό γιατί, όπως εύστοχα παρατηρεί ο εκπαιδευτικός Λευτέρης Παπαθανάσης, στην πραγματικότητα, αυτό που πρέπει να εξετάσουμε είναι το αν αυτή η διαδικασία είναι μια μορφή δημοκρατίας που προωθεί την κινητοποίηση των εργαζομένων στην εκπαίδευση ή απλά νομιμοποιεί το υπάρχον σύστημα; Αντί, δηλαδή, να μιλάμε για τις αλλαγές στη διοίκηση των σχολείων, την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του σχολείου προς το δημοκρατικότερο δηλαδή, φτάσαμε να συζητάμε για τον τρόπο επιλογής «στελεχών», τα οποία θα διοικήσουν στο ίδιο το παλιό πλαίσιο.
Με λίγα λόγια, συνεχίζει ο Λευτέρης Παπαθανάσης, τα νέα «στελέχη», είτε υπερψηφιστούν είτε καταψηφιστούν από τους συλλόγους διδασκόντων, θα κινηθούν σε ένα θεσμικό πλαίσιο που έχει πάρει όλες τις αρμοδιότητες από τους συλλόγους και τις έχει μεταβιβάσει στη διεύθυνση, θα εφαρμόσουν το λεγόμενο «καθηκοντολόγιο», θα προχωρήσουν στην Αξιολόγηση (έστω την αποκαλούμενη «καλή», αν είναι κανείς τόσο ανόητος ώστε να πιστεύει ότι υπάρχει κάτι τέτοιο), θα καταγράψουν τα κενά και τα πλεονάσματα στη μονάδας τους με βάση τις μνημονιακές συμφωνίες και θα κάνουν το ίδιο για τον αριθμό των παιδιών σε κάθε τάξη.
Από την άποψη αυτή, το ποιος και πως επιλέγεται στη θέση του στελέχους έχει μια σημασία, ωστόσο μεγαλύτερη σημασία έχει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των στελεχών εκπαίδευσης  και η πολιτική που θα υπηρετήσει. Γιατί πέρα από την επιλογή των προσώπων που θα καταλάβουν μια διοικητική θέση, το κυριότερο ζήτημα παραμένει η φιλοσοφία και το ιεραρχικό πλέγμα της διοίκησης που «οικοδομεί» στελέχη τα οποία καλούνται να εφαρμόσουν μια πολιτική που «γδέρνει» την ήδη ρημαγμένη εκπαιδευτική γη.
Η ψήφος για τους διευθυντές, όταν το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους παραμένει το ίδιο, καθιστά τους εκπαιδευτικούς αξιολογητές, αλλά και συμφωνούντες με το υπάρχον πλαίσιο, αφού απλά και με 33% «δημοκρατικές» διαδικασίες, προσθέτουν ή δεν προσθέτουμε μόρια στον υποψήφιο διευθυντή, ενδεχομένως αξιολογητή τους. Μάλιστα, η όλη διαδικασία, υποβαθμίζει την ποιότητα των κριτηρίων για τη Δημοκρατία στο σχολείο και υποτιμά στην ουσία και την επιλογή – ψήφο των εκπαιδευτικών, πετώντας ένα μπαλάκι συνυπευθυνότητας για το πρόσωπο, ενώ ο θεσμός είναι το καλούπι, αυτό που δίνει σχήμα και μορφή στη συμπεριφορά του προσώπου.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει η καθηγήτρια Λένα Γκαραγκάνη, «για τα υπόλοιπα μόρια, το 67% δηλαδή, αν κάποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να αρχίσει να τα αποκτά. Δεν προλαβαίνει αυτές τις κρίσεις, αλλά θα υπάρξουν κι άλλες ευκαιρίες. Ο μηχανισμός πρέπει να στελεχωθεί. Επειδή σήμερα τίποτα δεν δίνεται με το αζημίωτο, ας κάνει μια έρευνα για το πόσο κοστίζει ένα προσόν, για να μην κάνει λάθος αγορά. Ακόμα κι αν το κίνητρο είναι το πραγματικό ενδιαφέρον για επιπλέον γνώση σε ένα αντικείμενο, θα πληρώσει όποιος θέλει να την αποκτήσει. Υπάρχουν πολλά μαγαζιά και για όλα τα γούστα. Η αγορά πάντα προβλέπει τις «ανάγκες» του καταναλωτή τόσο έγκαιρα, που θα μπορούσε κάποιος (δύσπιστος;) να σκεφτεί πως δημιουργεί αυτές τις ανάγκες «κανονικά και με το νόμο». Ορίζοντας τα προσόντα, μέσω  του νόμου, ανάβουν φώτα της βιτρίνας για τα καταστήματα προσόντων. Μέχρι και επιστημονικές ενώσεις εκπαιδευτικών προσφέρουν τη βοήθειά τους … με το αζημίωτο πάντα».
Στο σημείο αυτό και πριν προχωρήσουμε οφείλουμε να κάνουμε μια παρατήρηση. Λέγοντας τα παραπάνω καθόλου μα καθόλου δεν κλείνουμε τα μάτια στο γεγονός ότι η μέχρι τώρα πρακτική στις κρίσεις των στελεχών της εκπαίδευσης ήταν η άμεση και δραστική εμπλοκή και παρέμβαση της εκάστοτε Κυβέρνησης η οποία έσπευδε πάντα να στελεχώσει τη διοίκηση της εκπαίδευσης με τα δικά της παιδιά, για να μπορεί  να ελέγχει την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στην εκπαίδευση.
Ωστόσο, και στη νέα διαδικασία, το κυρίαρχο ζήτημα παραμένει το ιεραρχικό πλέγμα της διοίκησης, το θεσμικό πλαίσιο που υποβαθμίζει τις αρμοδιότητες των συλλόγων διδασκόντων,  και η κατεύθυνση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Όσο αυτά δεν αλλάζουν πρόσημο, ελάχιστα μπορεί να συνεισφέρει στη δημοκρατική λειτουργία της εκπαίδευσης ο τρόπος επιλογής των Διευθυντών των σχολικών μονάδων. Και αυτή η διαπίστωση «κάνει μπαμ», ιδιαίτερα σε περιόδους περικοπών, χειραγώγησης και ασφυκτικού ελέγχου.

Πηγή alfavita.gr

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*