Του Μιχάλη Λεγάκη
Ενενήντα χρόνων έγινε φέτος η γιαγιά μας και είπε να κάνει μια γιορτή. Να μαζευτούν τα παιδιά και εγγόνια της – χιλιάδες πια, πού να τα μετρήσεις – να ‘ρθουν και οι φίλοι της, να της ευχηθούν, να πιουν ένα ποτήρι κρασί, να τραγουδήσουν. Να τους βλέπει κι εκείνη και να χαίρεται, να τους λέει ιστορίες από τα παλιά, να της κοινωνούν τα όνειρά τους για το μέλλον. Να νοιώθει τελοσπάντων ακόμα παρούσα, ζωντανή. Μες στο σκοτείνιασμα των γηρατειών της δεν της έχουν μείνει άλλωστε και πολλές τέτοιες ευκαιρίες.
Ο Γιάννης, η Γιάννα και οι δυο-τρεις άλλοι που την φροντίζουν τώρα τελευταία όσο μένει στη Θεσσαλονίκη, προσπάθησαν να στήσουν μια εορταστική ατμόσφαιρα ανάλογη της περίστασης. Το σπίτι, είπαν, δεν θα τους χωρούσε, έκλεισαν λοιπόν μία αίθουσα στο δημαρχείο! Και για το ψυχαγωγικό κομμάτι αποφάσισαν να της κάνουν την καλύτερη έκπληξη: θα την πήγαιναν στο Βελλίδειο, στην πιο επίσημη συνεδριακή αίθουσα της πόλης! Με καλεσμένους για πάρτη της έναν εξαιρετικό κιθαρωδό ποιητή και τη μούσα του, τους αδελφούς Πρατσινάκη και μία ολόκληρη – 10μελή παρακαλώ! – ρεμπέτικη κομπανία από κάποιο μουσικό λύκειο της πόλης. Τέτοιες τιμές ούτε στα νιάτα της δεν είχε δει η γριά.
Όμως αλίμονο, δεν ήρθε σχεδόν κανείς. Μόνο καμιά σαρανταριά άτομα – οι μισοί συνταξιούχοι και ελάχιστα νέα παιδιά, συρμένα άλλα από ντροπή και κάποια λίγα από
ειλικρινή αγάπη και ενδιαφέρον. Η όλη εκδήλωση έμοιαζε με συνάντηση απομάχων ηρώων του πολέμου, που συναντήθηκαν φορώντας τα παράσημά τους (μα αποσιωπώντας εντέχνως τις αμαρτίες τους) για να θυμηθούν τα παλιά. Ένα επετειακό μνημόσυνο. Κι απ’ αυτούς ως το Βελλίδειο είχαν σκορπίσει αρκετοί, έτσι ώστε να μείνουν τελικά λιγότεροι κι από τους συγγενείς των παιδιών της ρεμπέτικης κομπανίας, που είχαν έρθει να καμαρώσουν τους βλαστούς τους.
Ο Γιάννης δεν άντεξε, ράγισε, αποκαρδιώθηκε. Το ίδιο και ο Θανάσης, παλιός εραστής της γριάς, που είχε έρθει από Αθήνα ειδικά γι’ αυτήν. Το ίδιο κι ο Χρήστος, που διακονεί τα τελευταία χρόνια τον λόγο της στα δυτικά της πόλης και του νομού. “Τόση αγνωμοσύνη πια; τόση αδιαφορία;”, έλεγαν και ξανάλεγαν. “Ούτε στα γενέθλιά της δεν θέλησαν να ‘ρθουν; στο κάτω-κάτω μάνα τους είναι, τι διάολο; τι άλλο να κάνουμε για να τους πείσουμε να ενδιαφερθούν; προτιμούν να πεθάνει και να χαθεί;”
Μόνο η γριά δεν είπε τίποτα. Πόνεσε, όμως δεν το ‘δειξε. Μέσα στην παρακμή των στιγμών παρέμενε αξιοπρεπής και χαμογελαστή, να δέχεται εγκάρδια τις αμήχανες φιλοφρονήσεις των παρισταμένων. Το ‘χει συνηθίσει άλλωστε, το περίμενε. Βλέπεις τα τελευταία χρόνια – πόσα να πούμε; είκοσι ίσως; – μένει τον περισσότερο καιρό μόνη της στο γηροκομείο. Όλοι φεύγουν, όλοι την αφήνουν – άλλος για δουλειές του σπιτιού, άλλος για διακοπές, άλλος για ψώνια, άλλος για να τρέξει τα παιδιά στις δραστηριότητές τους, άλλος για τα ιδιαίτερα… Πάντα κάποιος λόγος θα βρίσκεται.
Είχαν σκεφτεί να την πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι. Αφού δεν έρχονταν οι δικοί της να την δουν, να τους την έφερναν στο χώρο τους. Όμως το φοβήθηκαν. Φοβήθηκαν πως και πάλι θα προφασίζονταν κάτι και θα πήγαιναν στο διπλανό δωμάτιο να δουν τηλεόραση ή να μπουν στο facebook. Και τότε ποιος θα τη μάζευε τη γριά. Τουλάχιστον τώρα υπήρχε πάντα μια πρόφαση: ο χρόνος, ο καιρός, οι ειλημμένες υποχρεώσεις… Μα να τους βλέπει να την παρατάνε μέσα στο ίδιο τους το σπίτι δεν θα το άντεχε. Οπότε το σχέδιο εγκαταλείφθηκε.
Βέβαια, τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο άσχημα. Υπάρχουν ακόμα στιγμές που κάτι γίνεται και ξάφνου τη θυμούνται όλοι. Ιδίως όταν τα πράγματα γύρω σφίγγουν πολύ. Τότε όλοι παρατάνε αυτά που κάνουν και τρέχουν να τη βρουν. Εκείνη ανοίγει τις σάλες των αρχοντικών της και τους δέχεται με ενθουσιασμό. Φωνές, τσακωμοί, αποπνικτικοί καπνοί χαλάνε την νεκρική ευπρέπεια των χώρων, όμως εκείνη πραγματικά το χαίρεται. Γιατί ξαναγεννιέται.
Τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο ήταν την άνοιξη του 2013. Πιεσμένοι και πάλι από την ανάγκη και τον ζόφο των ημερών, είχαν συναχτεί στις ανοιχτές της αυλές για να μιλήσουν. Ξεσήκωναν τον κόσμο με τις ενθουσιασμένες κραυγές τους. Μιλούσαν για “ανυποχώρητο αγώνα”, για “μάχη των μαχών” και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια. Και ψηφίζαν μαζικά απεργία διαρκείας, τη δική της πρόταση. Και ήταν έτοιμοι – έτσι λέγανε τουλάχιστον – να πέσουν στη φωτιά. Να την πάρουν στους ώμους σαν εκείνον τον μακρινό νεκρό, τον Τάσο Τούση, και έτσι στεφανωμένη με τις θυμωμένες κουκουβάγιες της να την περιφέρουν στους δρόμους καλώντας τον χειμαζόμενο λαό σε εξέγερση. Έτσι το φαντάζονταν τουλάχιστον.
Όμως ήρθαν οι μυστικοσύμβουλοι της γριάς και της αλλάξαν τα μυαλά. Και την τελευταία στιγμή, ενώ είχαν ανάψει τα μοτέρ, τους έστειλε αιφνιδιαστικά το μήνυμα: “άκυρος ο συναγερμός, στ’ αστεία παίζαμε. Όλοι στα σπίτια σας συντεταγμένα”. Και όλα μεμιάς σταμάτησαν…
Οι περισσότεροι τότε πάγωσαν. Πολλοί όμως – να τα λέμε αυτά – ανακουφίστηκαν. Γιατί το ‘ξεραν κι αυτοί πως “στ’ αστεία παίζανε”, πως δεν είχαν την πρόθεση (τα κότσια πες) να κάνουν ό,τι υπόσχονταν. Όπως φάνηκε άλλωστε και τον επόμενο Σεπτέμβρη, όταν – μετανοιωμένη και χωρίς ν’ ακούει κανέναν άλλο – η γριά αποφάσισε να σταθεί στο πλευρό τους. Και τους ξανακάλεσε στα όπλα. Κι εκείνοι το δεχτήκαν. Τρεις μέρες μόνο άντεξαν, άντε πέντε, κι έπειτα όλους τους έπιασε λάστιχο. Η γριά έμεινε μόνη της στα χαρακώματα του μυαλού της να εκτοξεύει κούφιες απειλές και κατάρες στο κενό. Ένας θλιβερός, θηλυκός Δον Κιχώτης της μεταμοντέρνας εποχής της ιδιώτευσης.
Σήμερα όλοι χρησιμοποιούν εκείνη την προδοσία της ως δικαιολογία για να αποστασιοποιηθούν ξανά. Για να πείσουν και να πειστούν πως της αξίζει η καταφρόνια τους. Και επικαλούνται και την ήττα του Σεπτέμβρη για να επιβεβαιώσουν άλλη μια φορά πως “δεν γίνεται τίποτα”. Και να πάνε εντέλει στα σπίτια τους απενοχοποιημένοι. Μάταια οι φίλοι της γριάς – ο Γιάννης, ο Χρήστος, η Γιάννα, η Ντίνα, ο Άγγελος, ο Μπάμπης, η Γεωργία, η Δώρα και τόσοι άλλοι που δεν ξέρω – τους φωνάζουν να γυρίσουν πίσω, πως τα πράγματα άλλαξαν, πως οι μυστικοσύμβουλοι έφυγαν και πως είναι έτοιμη να τους δοθεί. Εκείνοι τίποτα, αμετακίνητοι, μένουν πάντα μακριά. Συμφιλιωμένοι με το άλλοθί τους και τη μοίρα τους.
Ίσως γι’ αυτό να πικραίνεται τώρα περισσότερο η γριά. Γιατί βλέπει, διαισθάνεται το αμετάκλητο αυτής της ρήξης, το οριστικό τέλος της παλιάς συλλογικότητας που την έκανε άλλοτε, στο μακρινό π.χ. 1988, να δείχνει τόσο γοητευτική μα και επίφοβη. Σήμερα κανείς πλέον δεν δείχνει να σαγηνεύεται από την άγρια ομορφιά της, που μένει να ξεθωριάζει γεροντοκόρη στα αζήτητα. Κανείς δεν δείχνει να την έχει ανάγκη, κανείς δεν τη φοβάται. Όλοι νοιώθουν αυτάρκεις στην ιδιωτικότητά τους, ασφαλείς στην εξουσία τους.
Όμως εκείνη εκεί, επιμένει. Γεννημένη εξαρχής για να ενώνει τους ανθρώπους, για τις μεγάλες εκείνες στιγμές που οι μονάδες ενώνονται για να αποτελέσουν ιστορικό υποκείμενο, δεν χάνει τις ελπίδες της. Περιμένει μια νέα άνοιξη. Και έχει τους αγγελιαφόρους της σπαρμένους παντού, έτοιμους να πιάσουν το πρώτο σκίρτημα ζωής από το κοιμισμένο σήμερα καθηγητικό σώμα.
Χτες το βράδυ, εκεί στο Βελλίδειο, στην μπροστινή γραμμή των επισήμων, την είδαμε όλοι να τραγουδά ξανά και ξανά το ρεφραίν: “κάνε ένα βήμα/ να κάνω εγώ το επόμενο…”
ΠΗΓΗ: Γ’ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης
Κάντε το πρώτο σχόλιο