Στρώνουν PISA στην εκπαίδευση

Του Χρήστου Κάτσικα

Μέσω του διαγωνισμού PISA ο ΟΟΣΑ περνάει έναν μηχανισμό «παρακυβέρνησης» των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που συμμετέχουν, με στόχο την πολιτική επιτήρησης, συμμόρφωσης και πιστοποίησης εκπαιδευτικών προϊόντων και υπηρεσιών

Η κατάταξη της χώρας μας στις τελευταίες θέσεις του διαγωνισμού χρησιμοποιείται ως τεκμήριο από όποιον θέλει είτε να κατακρίνει την εκπαιδευτική πολιτική των κυβερνήσεων είτε να κατακεραυνώσει τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία της εκπαίδευσης (δασκάλους, καθηγητές, γονείς, μαθητές) για την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους.

45

Από τις 28 Απριλίου έως και τις 9 Μαΐου θα οργανωθεί τελικά, σε ένα επιλεγμένο τμήμα ελληνικών σχολείων, η πιλοτική φάση του PISA του ΟΟΣΑ, στον οποίο μετέχουν 15χρονοι μαθητές από 65 χώρες του πλανήτη.

Αυτό ανακοίνωσε το υπουργείο Παιδείας μετά τον θόρυβο που ξεσήκωσαν τις προηγούμενες μέρες κάποιοι εκπαιδευτικοί αναλυτές επειδή λόγω «ολιγωρίας του υπουργείου Παιδείας» η χώρα μας «κινδυνεύει με αποβολή από τον διαγωνισμό PISA του ΟΟΣΑ». Αλλά ας δούμε το θέμα στην ουσία του γιατί είναι εξόχως σοβαρό.

Να θυμίσουμε καταρχάς ότι κροκοδείλια δάκρυα για τα ελληνικά σχολεία συνόδευσαν πριν από περίπου τέσσερις μήνες (Δεκέμβριος 2013) την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της έκθεσης PISA του ΟΟΣΑ, που διεξάγεται κάθε τρία χρόνια μετρώντας τις επιδόσεις των 15χρονων μαθητών στην κατανόηση κειμένου, τα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες.

Στην 42η θέση η Ελλάδα

Και αυτό, γιατί στο τεστ εκπαιδευτικής αξιολόγησης PISA 2012 η Ελλάδα βρέθηκε στην 42η θέση, μεταξύ των 65 χωρών που συμμετείχαν, σημειώνοντας πτώση 17 θέσεων, καθώς το 2009 ήταν στην 25η θέση.

Οπως γίνεται κατανοητό, η κατάταξη της χώρας μας στις τελευταίες θέσεις χρησιμοποιείται ως τεκμήριο από όποιον θέλει να κατακεραυνώσει συνολικά τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία της εκπαίδευσης (δασκάλους, καθηγητές, γονείς, μαθητές) για την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους.

Και αυτό ακριβώς γίνεται και στη χώρα μας. Από τους διαμορφωτές της πολιτικής, από τα μέσα ενημέρωσης και από παράγοντες που επηρεάζουν την κοινή γνώμη, τα αποτελέσματα της έκθεσης PISA χρησιμοποιούνται ως η επαρκής απόδειξη της αποτυχίας των εκπαιδευτικών συστημάτων.

Μάλιστα, συμβαίνει το εξής παράδοξο: Στις χώρες όπου οι μαθητές καταγράφουν υψηλές επιδόσεις η κυρίαρχη πολιτική συγχαίρει τον εαυτό της και πιστώνεται μια αποτελεσματική εκπαιδευτική πολιτική. Στις χώρες με χαμηλότερα επιτεύγματα, η κυρίαρχη πολιτική κατηγορεί ευθέως τους εκπαιδευτικούς για την κακή απόδοση.

Στο πλαίσιο αυτό δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεώρησαν ευκαιρία να ξεσκονίσουν για ακόμη μια φορά τα ρεφρέν τους για τους «τεμπέληδες καθηγητές που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους» και για «τους μαθητές που είναι όλο συνθήματα και καταλήψεις».

Ανάμεσά τους ο γνωστός Ι. Κ. Πρετεντέρης δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη και στο «Βήμα» της 8/12/2013 έριξε ευθέως τα βόλια του στους εκπαιδευτικούς θεωρώντας τους υπεύθυνους για το «σχολείο που, όπως φαίνεται, ειδικεύεται στο να παράγει πολλούς αγανακτισμένους, αναστατωμένους, αδικημένους, απογοητευμένους…».

Καμιά συζήτηση ασφαλώς για το ποιος είναι ο ΟΟΣΑ, το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα και οι πολιτικές του προτεραιότητες για το σχολείο. Ούτε ασφαλώς σκέφτηκε να ρωτήσει κανείς αν η Σιγκαπούρη, που πρωτεύει συνεχώς στον εν λόγω διαγωνισμό, είναι το πρότυπο κοινωνίας και εκπαίδευσης που πρέπει να ακολουθήσουμε. Ή μήπως είναι τελικά;

Ο Οργανισμός Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ), με εργαλείο το Διεθνές Πρόγραμμα Αξιολόγησης Μαθητών/-τριών PISA, πρωτοστατεί στην πολιτική επιτήρησης, συμμόρφωσης, πιστοποίησης «εκπαιδευτικών προϊόντων» και «εκπαιδευτικών υπηρεσιών» και ανταγωνισμού. Πολύ εύστοχα ο πανεπιστημιακός Γιώργος Μαυρογιώργος επισημαίνει ότι ο ΟΟΣΑ, με «συμβουλευτικές εκθέσεις», εμπορεύεται εμπειρογνωμοσύνη για την άσκηση πολιτικής και στην εκπαίδευση.

Οι βασικοί πολιτικοί και ιδεολογικοί άξονές του κινούνται γύρω από την ενθάρρυνση ενός ακραίου διεθνούς ανταγωνισμού, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, την περιστολή των δαπανών και την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την αύξηση των ελέγχων, την ένταση των εξεταστικών διαδικασιών, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την αποκέντρωση της χρηματοδότησης, την ελεύθερη επιλογή σχολείου, το «μπόλιασμα καλών διεθνών πρακτικών» και, γενικώς, την προώθηση τεχνοκρατικών και διαχειριστικών προσεγγίσεων στον σχεδιασμό των εκπαιδευτικών αλλαγών.

Ο Γιώργος Μαυρογιώργος τονίζει ότι το PISA εισβάλλει, ως άλλος επιθεωρητής, στα σχολεία δύο φορές (πιλοτική-βασική) στα τρία χρόνια. Με τα δοκίμια αξιολόγησης προωθεί συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, τον μαθητή κ.ά. και υποδηλώνει ένα σύστημα αρχών, αντιλήψεων και επιλογών που προβάλλουν (και ώς ένα βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής δια­δικασίας.

Πού στοχεύει

Ε, λοιπόν, τι άλλο συνιστά αυτή η λειτουργία του PISA παρά μια συγκεκριμένη μορφή άσκησης κοινωνικού ελέγχου στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία; Αυτή η εξέλιξη, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει ότι η συμμετοχή στις διαδικασίες του ανοίγει τις προϋποθέσεις για εκχώρηση του ελέγχου της ίδιας της παιδαγωγικής και διδακτικής πράξης στους ορισμούς της ενιαίας υπερεθνικής και αυστηρά συγκεντρωτικής «επιθεωρητικής» του εξουσίας.

Τόσο οι χώρες που κατακτούν τα πρωτεία όσο κι αυτές που προσδιορίζονται από το σύνδρομο της τελευταίας θέσης ανταγωνίζονται με κοινό σημείο αναφοράς το «εξεταστικό παράδειγμα» PISA. Αυτό σημαίνει ότι η όλη υπόθεση έχει εξελιχθεί ήδη σε έναν μηχανισμό «παρακυβέρνησης» των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που συμμετέχουν, με επιλογή των ίδιων των κυβερνήσεων.

Αν οι συνταγές του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε. στοχεύουν στις «δομές και τις υποδομές» του εκπαιδευτικού συστήματος, ο γνωστός διεθνής διαγωνισμός PISA στοχεύει στο «περιεχόμενο» της εκπαίδευσης. Χέρι χέρι ο διεθνής διαγωνισμός PISA επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά του (μέσα από τον έλεγχο των αναγνωστικών, μαθηματικών και φυσικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει τη σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Στην πράξη οι στόχοι του προωθούν αντί της γνώσης τη δεξιότητα. Για να πάει καλά μια χώρα στον διαγωνισμό πρέπει οι μαθητές της να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές Επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί αλλά στο πώς. Ετσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών (3.4.2014) 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*