Του Δημήτρη Δαμασκηνού*
Μια ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ θρησκόληπτων εθνικιστών «κατοίκων» του Ηρακλείου Κρήτης, που, «αποκαλύπτοντας» το αντιχριστιανικό και γενικώς αντιθρησκευτικό, κακότεχνο, βάναυσο, χυδαίο και ανελεύθερο χαρακτήρα του έργου του Νίκου Καζαντζάκη θέτουν το 1954 ως στόχο τον αφορισμό του «αποστατήσαντος» και των θαυμαστών του έργου του από την Εκκλησία της Κρήτης…
Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ένας λογοτέχνης που πολεμήθηκε σκληρά τόσο από το συντηρητικό πολιτικό όσο και από το εκκλησιαστικό κατεστημένο στα πρώτα μετακατοχικά χρόνια αλλά και την εποχή αμέσως μετά τον Εμφύλιο πόλεμο. Ας μην ξεχνάει, άλλωστε, κανείς πως το «κράτος των δωσιλόγων» της Κατοχής με τις συνεχείς παρεμβάσεις του από το 1946 έως το 1957 «πέτυχε» να μην του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ στο οποίο ήταν ο επικρατέστερος υποψήφιος. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος πήρε το Νομπέλ το 1957, σε γράμμα του προς την Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «…Και ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα…».
Για την επίθεση που δέχθηκε ο Νίκος Καζαντζάκης οι συγγραφείς Τάσος Βουρνάς και Κούλα Ξηραδάκη έγραφαν στον τόμο τον αφιερωμένο στο μεγάλο Κρητικό συγγραφέα της σειράς «Οι μεγάλοι Έλληνες αμφισβητίες»:
«…Πρέπει εξαρχής να παρατηρήσουμε ότι η επίθεση που δέχτηκε για το έργο του και τις ιδέες του από τη Δεξιά και τους εκκλησιαστικούς κύκλους του κατεστημένου ήταν δυσανάλογη με τα πολιτικά ή κοινωνικά μηνύματα που θέρμανε στις σελίδες του. Στο χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων υπήρξαν συγγραφείς και στοχαστές με συγκεκριμένη επαναστατική δράση που δέχτηκαν λιγότερα ιδεολογικά πυρά και οι αντίπαλοί τους περιορίστηκαν στην απομόνωσή τους –όταν δεν τους υπέβαλαν στη δοκιμασία του προσωπικού διωγμού με τον αστυνομικό μηχανισμό.
Τι ήταν εκείνο που υπεκίνησε τη λυσσαλέα επίθεση του κατεστημένου κατά του Καζαντζάκη; Χωρίς άλλο η τεράστια διεθνής του αναγνώριση. Το γεγονός ότι σα συγγραφέας και στοχαζόμενος άνθρωπος ανήκε στην αντίπερα όχθη δεν του το συγχώρησαν. Και μην μπορώντας να του επισείσουν τον κόκκινο μανδύα του κομμουνισμού, βρήκαν βολική την πανάρχαια λύση του “άθεου”. Απελπιστικά καθυστερημένο σε μεθόδους, το παπαδαριό ανέσυρε τα σκουριασμένα όπλα, τα ίδια που μεταχειρίστηκε εκατό χρόνια πριν κατά του Εμ. Ροΐδη ή του Θεόφιλου Καΐρη. Και μ’ αυτά σημάδεψε τον Καζαντζάκη, μέσα σε μια τρομοκρατημένη μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα, διαγουμισμένη από τις σκοτεινές δυνάμεις ενός εφιαλτικού κλίματος…».
Δεν προξενεί, επομένως, εντύπωση που στα μέσα Ιουνίου του κοσμοσωτήριου έτους 1954, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, έναν χρόνο πριν κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα: «Ο τελευταίος πειρασμός» στα Ελληνικά θέλησε να τον αφορίσει, μα τελικά εξέδωσε ανακοινωθέν, υπογραφόμενο μάλιστα από τον Πρόεδρο της Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Σπυρίδωνα, με τον τίτλο «Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ» που δημοσιεύτηκε 1954 στο Επίσημον Δελτίον της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Είναι μάλλον επιβεβαιωμένο πως ο Νίκος Καζαντζάκης απέφυγε τον αφορισμό κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή μετά από προσωπική παρέμβαση στην Ιερά Σύνοδο της διαβόητης Φρειδερίκης που φοβόταν προφανώς το διεθνές ρεζιλίκι. Η Εκκλησία της Ελλάδας περιορίστηκε να καταδικάσει τα βιβλία, να καλέσει τους πιστούς να μην τα διαβάσουν και να ζητήσει εμμέσως από την πολιτεία να τα απαγορεύσει. Κι ακόμη παρέπεμψε ουσιαστικά το θέμα στην Εκκλησία της Κρήτης που υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το ενδεχόμενο, ωστόσο, δίωξης του βιβλίου συζητήθηκε και μέσα στην ελληνική Βουλή με τους βουλευτές των κομμάτων του λεγόμενου «Κέντρου» (Μητσοτάκης, Ζορμπάς, Παπασπύρου κ.ά.) να ασκούν δριμύτατη κριτική. Πάντως, ο «Πειρασμός» συμπεριλήφθηκε και στο Index των Απαγορευμένων Βιβλίων του Βατικανού.Ο Καζαντζάκης απάντησε στέλνοντας στην Αγία Έδρα ένα τηλεγράφημα με την περίφημη φράση του Τερτυλιαννού: «Στο δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση» με την προσθήκη των φράσεων: «Με καταραστήκατε άγιοι πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου. Εύχομαι η συνείδησή σας να είναι τόσο καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και θρησκευόμενοι όσο είμαι εγώ». Εκείνη την εποχή Πάπας ήταν ο Πίος ΙΒ’…
Σ’ αυτό το μήκος κύματος κινούμενα θρησκόληπτα μέλη και οπαδοί παραχριστιανικών και εθνικιστικών ομάδων του Ηρακλείου Κρήτης συνέταξαν το 1954 ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ, ώστε να ριχτεί ο Νίκος Καζαντζάκης και το έργο του στην πυρά και να αφοριστεί από την Εκκλησία της Κρήτης.
Σ’ αυτήν δε τσιγκουνεύονται τους αρνητικούς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για το έργο του πιο διαβασμένου έλληνα συγγραφέα, το οποίο είναι: «προδήλως αντιχριστιανικόν και γενικώς αντιθρησκευτικόν», αφού με αυτό ρυπαίνει τα πάντα, ακόμα και τον Ιησούν παρουσιάζοντας τον σα χυδαίο εραστή «μεριμνώντα και απ’ αυτού τούτου του Σταυρού περί τους αθεμίτους αυτού έρωτας». Και συμπληρώνουν με προφανή αηδία: «Τοιαύτη ελευθερία, επιτρέπουσα την ασέβεια…, είναι απαράδεκτος,… και δη εις κράτη Χριστιανικά και ευνομούμενα».
Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν ήταν στα μάτια των συντακτών της ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ απλά άθεος, μα ήταν και απολογητής των Εαμοβουλγάρων σφαγέων: οι συντάκτες δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν χωρίς προσχήματα τον ωμό αντικομμουνισμό εναντίον του αλλά και όσων από τους θαυμαστές του: «ανεθρυριάστως… διϊσχυρίζονται, ότι ο λογοτέχνης ούτος τυγχάνει μέγας Χριστιανός». Κάτι τέτοιοι τύποι, ωστόσο, που είναι τάχα «πολιτισμένοι» και δήθεν «ελεύθεροι και άνευ προκαταλήψεων άνθρωποι» στην καλύτερη των περιπτώσεων εθελοτυφλούν, αφού ονομάζουν ελευθερία την πλέον ειδεχθή δουλεία και Δημοκρατία την πλέον απαισία τυραννίδα «ως π.χ. εν τη Σοβιετική Ενώσει συμβαίνει».
Διαβάζοντας οι συντάκτες της ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ το ιδιαίτερα δημοφιλές και πολυμεταφρασμένο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο τελευταίος πειρασμός» μάλλον δεν πρέπει να είχαν καταλάβει ούτε τον… Ιησού Χριστό τους από τους στοχασμούς και την αγωνία του συγγραφέα της «Ασκητικής». Η προσέγγιση τους δεν τους επέτρεπε να αναγνωρίσουν στο πρόσωπο του Χριστού που σμίλευσε ο Νίκος Καζαντζάκης τους δύο χαρακτήρες, τον θεϊκό και τον ανθρώπινο, οι οποίοι βέβαια ακροβατούν πάνω στο σταυρό του μαρτυρίου ανάμεσα στην αμαρτία του πειρασμού και την αποστολή της σωτηρίας.
Ο Τελευταίος Πειρασμός δεν ήταν, ωστόσο και ο τελευταίος σταθμός στο λίβελο των συντακτών της ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ εναντίον του Ν. Καζαντζάκη και του έργου του. Συνέχισαν ακάθεκτοι θέτοντας στο κρεβάτι του πολιτικού και θρησκευτικού Προκρούστη και τον «Καπετάν Μιχάλη» που -κατά την κρίση τους βέβαια- κι αυτός ως έργο: «δεν αφίνει δόγμα της Ορθοδόξου ημών Πίστεως, το οποίον να μην καταρρίπτη υπούλως» φτάνοντας μάλιστα στη σελίδα 198: «δια του στόματος του υπό της νοσηράς του φαντασίας πλασθέντος Τούρκου» να «εκστομίζει κατά του Κυρίου την χυδαιοτάτην βλασφημίαν ‘Φτου στο Χριστό σου τον μπάσταρδο’».
Γι’ αυτόν τον θρησκευτικό λόγο που είναι ταυτόχρονα και «εθνικός» αγανακτούν και δηλώνουν ότι: «ως Ηρακλειώται και Κρήτες… δεν αναγνωρίζομεν… εις το Θρασάκι του Καζαντζάκη», το Κρητικόπουλον των Επαναστάσεων», μιας κι αυτά τα Κρητικόπουλα: «εμορφώθησαν ουχί μέσα εις τους Σταύλους ως δίποδα ζώα αλλά μέσα εις τους Ναούς του Κυρίου, εις το ‘Κρυφό Σχολειό’, ως όντα πνευματικά με ανώτερα ιδανικά και πίστιν ακλόνητον. Εκ των σταύλων του Καζαντζάκη εξήλθον οι σφαγείς του Έθνους και όχι οι ηρωϊκοί προμάχοι της Ελευθερίας», θα σημειώσουν οι συντάκτες της ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ αναπαράγοντας τα προπαγανδιστικά και μισαλλόδοξα στερεότυπα του ακραία αντικομμουνιστικού λόγου των ιθυνόντων της εποχής μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Το Θρασάκι ήταν, λοιπόν ένα χαμερπές κομμούνι σαν και τους υπόλοιπους Εαμοβούλγαρους σφαγείς, συνοδοιπόρους του συγγραφέα, όλους αυτούς τους αντίχριστους και απάτριδες που τους έλειπε το πνεύμα που έκτισε «Παρθενώνας και Αγίας Σοφίας». Σε αυτό το σημείο δεν μπορεί, ωστόσο, κανείς να κατηγορήσει τους συντάκτες της ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ για πρωτοτυπία, αφού η συντηρητική εφημερίδα της εποχής «Εστία», ήδη από την εποχή της πρώτης υποψηφιότητας Καζαντζάκη – Σικελιανού για Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1946 τους είχε χαρακτηρίσει ως δύο «υποψήφιους των σφαγέων του Δεκεμβρίου» και «τελείως ξένους προς την Ελλάδα». Ήσαν επίσης «άνθρωποι της Μόσχας» και «Εαμοσλάβοι»! Άλλωστε στην Αθήνα γινόταν τότε και κατάσχεση βιβλίων του Καζαντζάκη από την Αστυνομία…
Μα, για να επανέλθουμε στο θέμα, στη συνέχεια της ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ οι συγγραφείς της εμβριθώς διαπιστώνουν: «εις το έργον του Καζαντζάκη… μίαν τάσιν…, η οποία σκοπόν έχει να παρουσιάζη τους ανθρώπους μόνο υπό του κτηνώδους ενστίκτου ελαυνομένους… Από το έργον του…», προσθέτουν, «λείπει ό,τι ευγενές, ό,τι αγνόν, ό,τι ωραίον, ό,τι ηθικόν… Η τέχνη του… είναι μία κακοτεχνία βάναυσον (sic) και χυδαία. Η τέχνη του… στρέφεται εναντίον θεσμών και αξιών».
Και φτάνοντας στην ουσία εκφράζουν τη βεβαιότητα πως «η Εκκλησία της Κρήτης… θα λάβη εις το ζήτημα θέσιν, οία εμπρέπει», δηλαδή θα αφορίσει τον αποστάτη και θα καταδικάσει τους θαυμαστές του έργου του, πράγμα που μπορεί μεν να μη συνέβη ποτέ, ωστόσο, όταν στις 26 Οκτωβρίου 1957 ο Ν. Καζαντζάκης εγκατέλειψε αυτόν τον μάταιο κόσμο και η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητος, δέσμιος των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων και των κίτρινων φύλλων, αρνήθηκε να εκτεθεί η σορός του στη Μητρόπολη, προέτρεψε τους συγγενείς του να τον τοποθετήσουν σε νεκροτομείο στο διάστημα της παραμονής του στην Αθήνα και δεν επέτρεψε σε κανέναν ιερέα να παρασταθεί στο νεκρό μέχρι που αυτός μεταφέρθηκε με αεροπλάνο της Ολυμπιακής στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Είναι όμως γνωστό πια πως ο κρητικός λαός αποθέωσε το άξιο τέκνο του. Η σορός του Νίκου Καζαντζάκη έφτασε στη γενέτειρά του το Ηράκλειο της Κρήτης, τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου. Τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά έως τις 11 το πρωί της επόμενης ημέρας. Ξεκίνησε η νεκρώσιμη ακολουθία προεξάρχοντος του Μητροπολίτη Κρήτης, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Ευγενίου Ψαλιδάκη με παρουσία των πολιτικών αρχών. Όταν το φέρετρο που το συνόδευαν χιλιάδες άνθρωποι έφθασε ψηλά στο Κάστρο και οι νεκροθάφτες ετοιμάζονταν να το κατεβάσουν στον τάφο, ο καπετάν Μανούσακας, ο Κρητίκαρος με τις μουστάκες και τη λεβέντικη κορμοστασιά άρπαξε την κάσα και μόνος του τοποθέτησε το νεκρό μέσα στο μνήμα.
Τουτουσές τσ’ ανθρώπους δεν τσοι θάβουνε νεκροθάφτες…
Αναδημοσίευση από τα «Χανιώτικα Νέα», ένθετο «Διαδρομές», 01/02/2014.
* Ο Δ. Δαμασκηνός (negreponte2004@yahoo.gr) είναι εκπαιδευτικός Δ.Ε.
Κάντε το πρώτο σχόλιο