Tου Γιώργου Καλημερίδη
Εδώ και ενάμιση μήνα η ελληνική εκπαίδευση περιστρέφεται γύρω από την έννοια της αξιολόγησης των σχολείων και των εκπαιδευτικών. Σεμινάρια επιμόρφωσης οργανώνονται από το Υπουργείο Παιδείας, προκειμένου να καθοριστούν τα κριτήρια διασφάλισης της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου και οι “αντικειμενικοί δείκτες” κοινωνικής ανταποδοτικότητας των εκπαιδευτικών. Ο στόχος είναι ένα “σύγχρονο αποτελεσματικό και ποιοτικό σχολείο”. Σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, ο εκπαιδευτικός φέρει την κύρια ευθύνη για όλα τα εκπαιδευτικά δεινά και γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει να αξιολογηθεί, να αποτιμηθεί ποσοτικά το έργο του και ενδεχόμενα, αν πιστοποιηθεί η ανεπάρκειά του, να απολυθεί .
Αντίστοιχα, ο ΟΟΣΑ, μέσα στο Δεκέμβρη, δημοσίευσε τα αποτελέσματα του PISA, κατατάσσοντας στις τελευταίες θέσεις διεθνώς το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Σοκ στους αστικούς κύκλους, πρώτο θέμα στην Καθημερινή. Για ακόμη μια φορά πιστοποιείται αντικειμενικά η ελληνική εκπαιδευτική κρίση. Καμιά συζήτηση ασφαλώς για το ποιος είναι ο ΟΟΣΑ, το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα και οι πολιτικές του προτεραιότητες για το σχολείο. Ούτε ασφαλώς σκέφτηκε να ρωτήσει κανείς για το αν η Σιγκαπούρη που πρωτεύει συνεχώς στον εν λόγω διαγωνισμό είναι το πρότυπο κοινωνίας και εκπαίδευσης που πρέπει να ακολουθήσουμε. Ή μήπως είναι τελικά;
Με μια εκπαιδευτική λογική που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τη αντίστοιχη μέτρηση της ανταγωνιστικότητας στο πεδίο της οικονομίας, ο ΟΟΣΑ δημιουργεί ακατάπαυστα αξιολογικές ιεραρχίες εκπαιδευτικών συστημάτων, με μια σοβαροφανή και επιστημονικοφανή μεθοδολογία που νομιμοποιεί σε τελική ανάλυση ένα ανταγωνιστικό, αγοραίο και εξετασιοκεντρικό πρότυπο εκπαίδευσης. Το θεωρητικό μοτίβο είναι απλοϊκό, αλλά ηγεμονικό ταυτόχρονα : υιοθετήστε ότι “αποδίδει”, αξιολογήστε σωστά τα σχολεία σας, μετρήστε με ακρίβεια, εξασκήσετε σωστά τους μαθητές σας στις “βασικές δεξιότητες” και θα βελτιωθεί συνολικά η εθνική απόδοσή σας, άρα και η ευημερία. Αυτός είναι πολύ συνοπτικά, ο πλασματικός κόσμος της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής σε εθνικό και διεθνές επίπεδο: κριτήρια, δείκτες, εκθέσεις αξιολόγησης, μέτρηση, ανταγωνισμός και ασφαλώς επιχειρηματικότητα.
Η πραγματικότητα του δημόσιου σχολείου, όπως τη βιώνουν οι εκπαιδευτικοί, οι εργαζόμενοι γονείς και κυρίως τα παιδιά είναι ωστόσο πολύ πιο διαφορετική από την εικονικότητα της εκπαιδευτικής τεχνοκρατίας. Αναφέρω δύο περιστατικά των τελευταίων ημερών που νομίζω ότι περιγράφουν με τον πλέον γλαφυρό αλλά και τραγικό τρόπο, αυτή την αθέατη, για την άρχουσα τάξη, πλευρά του δημόσιου σχολείου.
Μέσα στο Δεκέμβρη καταρρέουν οι σοβάδες ενός σχολείου στη Σύρο και παρ’ ολίγον να πέσουν πάνω στο κεφάλι ενός δύστυχου παιδιού δημοτικού που βρισκόταν από κάτω. Δεν είχαν γίνει εργασίες συντήρησης σ’ ένα κτήριο ήδη παλιό και επιβαρυμένο. Η υποχρηματοδότηση των σχολικών επιτροπών, αλλά και η συναίνεση των κάθε λογής τοπικών παραγοντίσκων στη μνημονιακή διαχείριση κρύβονται πίσω από το περιστατικό. Ήμασταν τυχεροί. Το αυτονόητο ωστόσο ερώτημα που προκύπτει είναι : πόσο άραγε θα βοηθηθεί η συγκεκριμένη σχολική μονάδα από την αξιολόγησή της, όταν δεν έχουν εξασφαλιστεί καν τα αυτονόητα, δηλαδή ένα σχολικό κτήριο απλώς ασφαλές (και όχι απαραίτητα παιδαγωγικά κατάλληλο) για τα παιδιά;
Το δεύτερο είναι περισσότερο δραματικό και αποτυπώνει όλες τις πτυχές της κοινωνικής βαρβαρότητας της καπιταλιστικής κρίσης, όπως τη βιώνει η εργατική τάξη . Μια δεκατριάχρονη μαθήτρια στη Ξηροκρήνη της Θεσσαλονίκης βρέθηκε νεκρή από τις αναθυμιάσεις του μαγκαλιού που είχε ανάψει η μητέρα της, σε ένα σπίτι δίχως ηλεκτρικό ρεύμα. Πέρα από την εύκολη συγκίνηση των 2-3 ημερών τηλεοπτικού χρόνου που κέρδισε η μικρή Σάρα από Σερβία, οφείλουμε εμείς τουλάχιστον να αναστοχαστούμε λίγο πιο κριτικά την τραγωδία.
Εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στην απόλυτη ανέχεια και δολοφονούνται σε τελική ανάλυση από την πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής και της βίαιης υποτίμησης της εργασίας. Το κεφάλαιο επιβάλλει με δεσποτικό και ολοκληρωτικό τρόπο την εξουσία του, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συνέπειες των πολιτικών επιλογών του, ακόμη και αν πρόκειται απλώς για παιδιά. Καμιά αστική υποκρισία δεν μπορεί να κρύψει το βάρος αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας.
Έχει όμως το συγκεκριμένο δραματικό περιστατικό σχέση με την δημόσια εκπαίδευση; Για την κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική ασφαλώς και όχι. Το θεωρητικό σύμπαν εδώ ορίζεται από τις έννοιες και τις πρακτικές του εκπαιδευτικού μάνατζμεντ, τα ανθρώπινα δράματα είναι υποκειμενικά και ανορθολογικά, αλλά εξ ορισμού μη επιστημονικά. Δε μπορούν να τεθούν καν ως ερωτήματα. Για μας όμως ;
Για μας, η βαρβαρότητα που βιώνουν τα παιδιά της εργατικής τάξης πρέπει να είναι ο θεωρητικός και πολιτικός μας ορίζοντας για τη διαμόρφωση μιας ευρύτερης μορφωτικής πολιτικής που θα στοχεύει στην πολιτιστική ενδυνάμωση και τη μορφωτική χειραφέτηση αυτών ακριβώς των παιδιών. Μας δείχνει χειροπιαστά πως η εκπαίδευση δε μπορεί και δεν πρέπει να είναι απλά ένας μηχανισμός κατανομής των παιδιών σε μια προκαθορισμένη, ταξικά ιεραρχημένη, κοινωνική δομή, αλλά ένα πεδίο δημόσιας αντιπαράθεσης που θα πρέπει να συμβάλλει στο μετασχηματισμό της κοινωνίας σε δημοκρατικότερες και κοινωνικά πιο δίκαιες κοινωνικές ρυθμίσεις, πέρα από το καταπιεστικό πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Άρα η συζήτηση για την εκπαίδευση και το σχολείο, από την άποψη της εργαζόμενης πλειοψηφίας, θα πρέπει να ξεκινάει από παιδιά σαν τη Σάρα και το καθημερινό τους μαρτύριο, προχωρώντας, στη συνέχεια, στη διερεύνηση των πολιτικών όρων για την άρση όλων εκείνων των εκμεταλλευτικών, εξουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων που οδηγούν τα συγκεκριμένα παιδιά στη φτώχεια, το μορφωτικό αποκλεισμό και τελικά ακόμη και στο θάνατο.
Αν δεχτούμε αυτές τις θέσεις μια σειρά από διαφορετικού τύπου παιδαγωγικά ερωτήματα προκύπτουν. Τι δυνατότητες ισότιμης πρόσβασης στην εκπαίδευση μπορούν να έχουν τα χιλιάδες παιδιά που υποσιτίζονται και ζουν σε σπίτια δίχως ηλεκτρικό ρεύμα; Ποιος μπορεί να είναι ο ορισμός της ποιοτικής εκπαίδευσης, πάνω στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης και της υποτίμησης της εργασίας; Τι μπορεί να σημαίνει για αυτά τα παιδιά “ποιοτική εκπαίδευση” με δεδομένη την κοινωνική εξαθλίωση τους; Σε ποια αξιολογικά κριτήρια του ΟΟΣΑ και των εγχώριων εκφραστών του στο ΙΕΠ μπορούν να αποτυπωθούν τα όνειρα, οι προσδοκίες και τα μορφωτικά δικαιώματα της Σάρας και των υπόλοιπων παιδιών που βρίσκονται στην ίδια μοίρα; Τι έκανε και τι κάνει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας για όλα αυτά τα παιδιά;
Στην περίπτωση πάντως της Σάρας αποφάσισε να συγχωνεύσει το σχολείο της για να λόγους εξοικονόμησης και εξορθολογισμού του δημόσιου τομέα (παρεμπιπτόντως το σχολείο της Σάρας ήταν το σχολείο που φοίτησε πριν 20 χρόνια και ο υποφαινόμενος). Και λίγο αργότερα αποφάσισε να ελέγξει αν η μητέρα της είχε άδεια παραμονής, σε μια χυδαία προσπάθεια ένταξης της τραγωδίας στην ακροδεξιά ατζέντα της συγκυβέρνησης. Αυτοί οι μετανάστες (ακόμη και αν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, όπως οι Σέρβοι) δεν προσέχουν ούτε τα παιδιά τους. Λαμπρά, αστικός βούρκος.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η συζήτηση για το σχολείο δεν μπορεί να γίνει πάνω στο πολιτικό, θεωρητικό και αξιακό πλαίσιο που ορίζει η αστική τάξη. Το πρόβλημα δεν είναι απλά ζήτημα διαφορετικών αξιολογικών τεχνολογιών ή εποικοδομητικών προτάσεων μέσα σε μια δεδομένη εκπαιδευτική και κοινωνική πραγματικότητα, αλλά ριζικής ανατροπής του κυρίαρχου θεωρητικού πλαισίου, άρα και των κοινωνικών προτεραιοτήτων και των ερωτημάτων που μπορούν να τεθούν ή αντίστοιχα να αποκλειστούν στο εσωτερικό του. Θέση που αδυνατεί να κατανοήσει η διαχειριστική αριστερά που μας προτρέπει σε μια αξιολόγηση για το “δημοκρατικό δημόσιο σχολείο”.
Ως εδώ οριοθετήσαμε το μέτωπο και τις διαχωριστικές γραμμές με την κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική. Πρέπει να δούμε όμως και τις γραμμές τις δικές μας, ως εκπαιδευτικών και εργαζομένων. Δεν φτάνει να λυπάσαι και να ασκείς κριτική, πρέπει και να στρατεύεσαι σε ένα συνολικό αγώνα για το σχολείο, τη μόρφωση, την εργασία. Το δίλημμα είναι απλό αλλά και δύσκολο ταυτόχρονα : με τα παιδιά σαν τη Σάρα για μια παιδαγωγική της κριτικής χειραφέτησης και των μορφωτικών δικαιωμάτων ή με τα διάφορα “καινοτόμα προγράμματα” του ιδρύματος Λάτση για να γεμίσει ο φάκελος μας και να εξασφαλιστεί η θετική αξιολόγησή μας ; Δύσκολο ερώτημα, αλλά πρέπει να απαντήσουμε. Θα συμβάλλουμε, ως κλάδος, να ανοίξει ένα παράθυρο ελπίδας για αυτά τα παιδιά πράγμα που σημαίνει σκληρός πολιτικός αγώνας σε όλα τα επίπεδα για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας ή θα χρησιμοποιήσουμε τα παιδιά και τελικά θα τα εμπορευματοποιήσουμε, μέσω μιας χρησιμοθηρικής εργαλειοποίησης της εκπαιδευτικής μας πρακτικής, με τη ψευδαίσθηση ότι έτσι θα επιβιώσουμε στο σύγχρονο σχολείο του επιθεωρητισμού; Λυπάμαι, μέση οδός δεν υπάρχει.
Κλείνω λίγο προκλητικά, λαϊκίστικα, όπως θα έλεγαν οι κέρβεροι της αστικής ιδεολογίας. Η Σάρα πέθανε από ένα μαγκάλι στα 13 της, ο γιος του Σαμαρά, συνομήλικός της, επιβραβεύτηκε γιατί έκλεβε στις εξετάσεις με την απόλυση της καθηγήτριας του. Δύο τελείως διαφορετικοί κόσμοι ασφαλώς. Μόνο που δεν είναι δύο κόσμοι παράλληλοι που απλώς συνυπάρχουν, αλλά η ενιαία έκφραση της αντίθεσης κεφαλαίου -εργασίας. Και στη βάση αυτής της αντίθεσης και της δέσμευσης για την υπέρβασή της, από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, οφείλουμε να αρχίσουμε να συζητάμε σοβαρά για το σχολείο, τη νέα γενιά, το μέλλον. Το χρωστάμε σε παιδιά σαν τη Σάρα.
Κάντε το πρώτο σχόλιο