«Η Μήδεια» του Μποστ: Μια πετυχημένη παράσταση της Θεατρικής Ομάδας της ΕΛΜΕ Ηρακλείου

Της Αρετής Σπαχή

Με τη «Μήδεια» του Μποστ -ένα πολυεπίπεδο έργο που η λεπτή δηκτικότητα των ηρώων του το καθιστά αρκετά δύσκολο όχι μόνο σκηνοθετικά και υποκριτικά, αλλά και από την άποψη της διασκευής του- η θεατρική ομάδα της ΕΛΜΕ πέτυχε μια από τις καλύτερες στιγμές της δημιουργίας της στην κλιμακούμενης ποιότητας θεατρική της δράση και την πολυετή παρουσία της στα πολιτιστικά δρώμενα του σωματείου μας, αλλά και της πόλης συνολικότερα.

Με κέφι, φαντασία, μεράκι, βαθύ προβληματισμό και επίπονη προσπάθεια, μέσα σε συνθήκες παράλληλης εκπαιδευτικής δραστηριότητας και χωρίς την …πολυτέλεια της κατάλληλης οικονομικής της ενίσχυσης, η ομάδα του θεάτρου του σωματείου μας προσέγγισε ουσιαστικά ένα έργο, που με μαεστρία «αποδομεί» τους τραγικούς ήρωες, για να ανασυνθέσει το αίσθημα της τραγικότητας σε ένα επικαιρικό τοπίο πολλών αντιφάσεων. Γιατί ζωντάνεψε επί σκηνής την καυστικότητα του Μποστ, με μια αξιέπαινη σκηνοθετική και υποκριτική προσπάθεια των ερασιτεχνών εκπαιδευτικών μας, που άγγιξε τα όρια της επαγγελματικής αρτιότητας, ενώ η επιτυχής προσαρμογή και διασκευή των στίχων και του μύθου έδειξε μια βαθιά αντίληψη «της κωμικής διάστασης» του τραγικού, όπως επιτάσσει η στριφνή και εκλεπτυσμένη πέννα του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος εξωτερικά δείχνει να αντιμετωπίζει την τραγωδία ως …φάρσα, εσωτερικά όμως απαιτεί υψηλή αίσθηση του τραγικού και απόλυτο σεβασμό στο κωμικό.

Αυτή τη λεπτή ισορροπία αντίρροπων συναισθημάτων, που -χωρίς το νοερό νήμα της σύνδεσης του βαθυστόχαστου με το κωμικό- μπορεί να ξεπέσει σε ρηχότητα, πέτυχε να κρατήσει σε υψηλό επίπεδο η σκηνοθεσία του συναδέλφου Περαντωνάκη, ο οποίος μαζί με τους βοηθούς του, την Ειρήνη Κουρλετάκη και το Χρήστο Κωτούλα, κατάφερε να μεταγγίσει στην ψυχή μας, με ένα απέριττο και λιτό σκηνικό, το βάρος του τραγικού, ιδωμένο από τη σκωπτική και όχι τη δραματική σκοπιά.

Παράλληλα, η προσαρμογή των στίχων από την Πολυτίμη Παπαδοπούλου, αλλά και η διασκευή του κειμένου από την Ελένη Γιαμαλάκη απέδειξε τη βάσανο μιας σκέψης που μπόρεσε να κρατήσει τον επικαιρικό σχολιασμό πολύ ομαλά στην ιστορική ροή ενός μύθου, που με τα διαχρονικά του σύμβολα θέτει ισχυρά εμπόδια στο ξεδίπλωμα της σύγχρονης πραγματικότητας.

Συγχρόνως, η μουσική διασκευή και επένδυση από το Δημήτρη Χατζάκη, σε συνδυασμό με τη μουσική διδασκαλία της Ιωάννας Φιωτάκη, όπως παραστατικά αποτυπώθηκε και στην εξαίρετη χορογραφία της Ρενής Παπαδάκη, συνθέτουν την εικόνα μιας υψηλών απαιτήσεων θεατρικής παράσταση που ξέρει να δένει την αισθητική αναζήτηση του ωραίου με την απλότητα και τη μεστότητα του ηθικού και κοινωνικού μηνύματος.

Με τη σειρά τους, οι ερασιτέχνες υποκριτές της θεατρικής μας ομάδας -που αποτέλεσαν και την ψυχή αυτού του αγώνα μετάγγισης των δύσκολων και αντιφατικών καταστάσεων του σκωπτικού και τραγικού συνάμα- απέδειξαν ότι μπορούν «να ποιήσουν ήθος» δύσκολο, στριφνό και απαιτητικό στην ανάγνωσή του, ανακαλύπτοντας οι ίδιοι τη νέα τους δυναμική και καλώντας εμάς σε μια νέα προσέγγιση και του μύθου και του ήθους ως βασικών ποιοτικών μεγεθών του δράματος, κατά τον Αριστοτέλη. Γιατί πράγματι πέτυχαν αυτήν την εσωτερική πειθαρχία στο αναγκαίο, που επιτάσσει η αυστηρότητα του ρόλου, συνδέοντάς την συγχρόνως με μια ιδιάζουσα, εντελώς προσωπική έκφραση του σκωπτικού, όπως χαρακτηριστικά αποτυπώθηκε στο ρόλο της πρωταγωνίστριας Μήδειας (Ελένη Γιαμαλάκη), που έδωσε το δικό της ξεχωριστό στίγμα στη σκωπτική αποδόμηση του τραγικού, αλλά και σε εκείνον του Ευριπίδη (Στέλιος Νερολαδάκης), που -με την προσωπική του ζωντάνια ανέδειξα την καυστικότητα της ευριπίδειας κριτικής.

Αντιστοίχως, καθρεπτίστηκε παραστατικά η υποκρισία της επίσημης εκκλησιαστικής, αλλά και μικροαστικής ηθικής, με την αυθεντικότητα των ρόλων του καλόγερου (Χάρης Ζαχαριουδάκης) και της …ηδυπαθούς καλόγριας (Ιωάννα Σταματάκη), ενώ αποδόθηκε η σήψη του σύγχρονου αστικού συστήματος, με την αναίρεση των μυθικών συμβόλων του ηρωισμού της Αντιγόνης και του Οιδίποδα (Γιώργος Παυλίδης- Σοφία Κάπουλα και Μαρία Παναγιωτάκη) και τη μετατροπή τους σε σύγχρονους κομπογιαννίτες αστούς πολιτικούς, ενώ έντονα στιγματίστηκε το επιδιωκόμενο από τους ισχυρούς πνεύμα της δουλοπρέπειας στο ρόλο του τροφού (Κόττας Θεόδωρος), την ίδια στιγμή που αναδείχτηκε η τυφλή ζωντάνια της λαϊκής συνείδησης στο ρόλο του ψαρά (Κώστας Φαρσάρης), ενώ απογυμνώθηκε ως παρακμιακός ο κοινωνικός τύπος του γυναικοκατακτητή…, με την σκηνική εικόνα του εντελώς αμήχανου Ιάσονα (Δημήτρης Καραογλανίδης).

Οι ρόλοι όμως αυτοί ζωντάνεψαν και φωτίστηκαν μέσα στο συλλογικό τοπίο της αισθητικής συγκίνησης, που δημιούργησε η αξιέπαινη σκηνική παρουσία του χορού (με αλφαβητική σειρά: Λίντα Αθανασοπούλου, Τζωρτζίνα Βογιατζάκη, Κάλλια Γκιουρεμου, Λίτσα Καλογερίδη, Δημήτρης Καραογλανίδης, Κωστής Μανιάς, Μαρία Παναγιωτάκη, Μαρία Παρταλη, Μαρία Περογιαννάκη, Εύη Πούλη, Κατερίνα Σβουλίδη, Ειρήνη Σαριδάκη, Αθηνά Σιδεράκη, Μιχάλης Τσότρας), που με τη χορογραφία και τη μελωδία των στίχων του έντυσε με τα κατάλληλα χρώματα τα παραπάνω νοήματα και συναισθήματα.

Με συναδελφικούς χαιρετισμούς

Αρετή Σπαχή

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*