[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=3sH2Yk9Vn30&feature=player_embedded[/youtube]
Από τον Εκπαιδευτικό Αντίλογο, το ανοιχτό βήμα ελεύθερης έκφρασης που εκδίδεται με ευθύνη της Εκπαιδευτικής Παρέμβασης του Α’ Συλλόγου Αθηνών Εκπαιδευτικών Π.Ε.
Για τον Σάββα…
…Tον σύντροφο, τον συναγωνιστή, τον φίλο
Whish you where here…
How I wish, how I wish you were here.
We’re just two lost souls
Swimming in a fish bowl,
Year after year,
Running over the same old ground.
What have we found?
The same old fears.
Wish you were here…Θα θέλαμε να ήταν εδώ μαζί μας…
Ο Σάββας μας…
Ο σύντροφος, ο φίλος, ο συναγωνιστής…
Ο Αντίλογος ήταν για τον Σάββα, από τα πράγματα που του έδιναν μεγάλη χαρά. Και ο Σάββας ήταν για τον Αντίλογο ένας από τους βασικούς δημιουργούς και συντελεστές του. Έγραφε κείμενα, σελιδοποιούσε, φωτοτυπούσε ατέλειωτες νύχτες και διένειμε τον Αντίλογο στα σχολεία. Έβγαζε και 10 κομμάτια για το χωριό. Και για τους συντρόφους στην Ξάνθη.
Τώρα όμως ο Σάββας δεν είναι εδώ πια…
Στον τύπο γράφτηκαν πολλά. Σε ιστοσελίδες διάφορων τυμβωρύχων δημοσιογράφων πολύ περισσότερα. Εμείς σιωπήσαμε.
Τώρα είναι η δική μας σειρά να μιλήσουμε. Απέναντι στην αδιακρισία της δημοσιογραφικής τυμβωρυχίας. Αλλά και με το βάρος ενός πλήθους συντρόφων και συναγωνιστών που θα ήθελαν ο Σάββας να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που πραγματικά ήταν.
Δεν θέλουμε να μαλώσουμε κανέναν. Αναμενόμενο είναι κανείς, σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση που βιώνουμε όλοι –ες μας, να αναζητά μάρτυρες. Ανθρώπους που θα σηκώσουν στις δικές τους πλάτες τον σταυρό όλων μας. Που με τον χαμό τους θα ανοίξουν τους δρόμους που εμείς δεν μπορούμε να ανοίξουμε. Όμως όχι, εμείς αγωνιζόμαστε για τη ζωή και όχι για τον θάνατο.
Και όχι, ο Σάββας δεν ήταν ούτε μάρτυρας ούτε ήρωας. Ο Σάββας δεν πίστευε ούτε σε μάρτυρες ούτε σε σωτήρες. Πίστευε στη δύναμη του λαού. Ήταν ένας από εμάς. Ένας αγωνιστής, ένας μάχιμος δάσκαλος, ένας ειλικρινής, βαθιά ανιδιοτελής άνθρωπος. Με μεγάλη προσφορά στο κίνημα.
Ο πραγματικός Σάββας, βρίσκεται πίσω από τις επόμενες γραμμές.
Πίσω από αυτές τις γραμμές δεν υπάρχουν πολιτικά μανιφέστα. Υπάρχει όμως ένας συγκροτημένος ριζοσπαστικός πολιτικός λόγος, μάχιμος, γεμάτος αγωνίες και ερωτήματα.
Αυτό το αφιέρωμα, αποτελεί μια πρώτη συλλογή κειμένων του Σάββα. Μια δημόσια παρέμβασή του για τα πράγματα.
Και κάτι τελευταίο:
Ο Σάββας δεν έγραφε με clopy paste. Το απόσπασμα για τη βία στις σύγχρονες κοινωνίες που του αποδόθηκε από κάποιες ιστοσελίδες, προφανώς δεν είναι δικό του. Όπως θα διαπιστώσετε στο σχετικό κείμενο για τα δεκεμβριανά του 2008, παραθέτει την πηγή του σχετικού αποσπάσματος.
Μάρτιος 2012, Ένα κείμενο για τον φασισμό, από τα «Ενθέματα».
Τα σχόλια στην αρχή, του Σάββα.
«Η κυριότερη αναλογία με την εποχή μας δεν είναι τόσο η πληθώρα των υποψήφιων «Σωτήρων» μας όσο η δίψα του πλήθους να το πάρει απ’ το χέρι ένας Μεσσίας και να το οδηγήσει έξω απ’ το κακό όνειρο που ζει.
Αν δεν το βιώναμε στο πετσί μας, θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει το κλίμα σήμερα με την ταινία «Η ζωή του Μπράιαν» των Μόντι Πάιθονς, αλλά δυστυχώς η κατάστασή μας δεν είναι καθόλου αστεία»
http://enthemata.wordpress.com/2012/03/18/rivera/
Βερολίνο 1928: Χίτλερ, ένας «κλόουν» που τον αποθεώνουν τα πλήθη
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ”
του Ντιέγκο Ριβέρα
μετάφραση: Χρήστος Κεφαλής
Τις επόμενες μέρες κυκλοφορεί ο πέμπτος τόμος του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη, με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αφιέρωμα στον φασισμό. Προδημοσιεύουμε αποσπάσματα από το κείμενο του μεγάλου μεξικανού ζωγράφου Ντιέγκο Ριβέρα (περιέχεται στο My Art, my Life: an autobiography, Dover 1991), που αναφέρεται στην επίσκεψή του στο Βερολίνο του 1928 και τη «γνωριμία» του με τον Χίτλερ.
***
Ντιέγκο Ριβέρα, Παναμερικάνικη ενότητα, 1940 (απόσπασμα). Ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι και ο Στάλιν εικονίζονται μέσα σε ένα αεριώδες δέντρο. Από εκεί βγαίνει το οπλισμένο χέρι του φασισμού, το οποίο προσπαθεί να το συγκρατήσει η ανθρωπότητα. Ο Στάλιν κρατά ένα μαχαίρι και μια αξίνα, βαμμένη κόκκινη — αλληγορία για τη δολοφονία του Τρότσκι. Ο Χίτλερ δείχνει τον Στάλιν για να δικαιολογήσει την εξαπόλυση της ναζιστικής βαρβαρότητας, ενώ ο «πρακτικός» Μουσολίνι κρατά ένα μπαλτά. Κάτω από τον Στάλιν διασταυρώνονται οι λέξεις GPU και Gestapo. O Τσάρλι Τσάπλιν εμφανίζεται πάνω από έναν πεσμένο στρατιώτη — αναφορά στον «Μεγάλο Δικτάτορα». Αριστερά, κάτω από τη σβάστικα ο Χίμλερ, στον οποίο έχουν δοθεί όμως και γνωρίσματα αμερικανού ανθρώπου των μήντια.
Μια επιδημία τρέλας είχε εξαπλωθεί στη χώρα. Την αισθάνθηκα σε δύο ξεχωριστές, φαινομενικά άσχετες περιπτώσεις.
Μια νύχτα ο Μίντσενμπεργκ, μερικοί άλλοι φίλοι και εγώ μεταμφιεστήκαμε και, με πλαστά πιστοποιητικά, παρακολουθήσαμε την πιο εκπληκτική τελετή που έχω δει ποτέ. Πραγματοποιήθηκε στο δάσος του Γκρούνβαλντ, κοντά στο Βερολίνο.
Πίσω από μια συστάδα δέντρων, στη μέση του δάσους, εμφανίστηκε μια παράξενη πομπή. Οι πορευόμενοι άνδρες και γυναίκες φορούσαν λευκούς χιτώνες και στεφάνια από ιξό, το τελετουργικό φυτό των δρυίδων. Στα χέρια τους κρατούσαν πράσινα κλαδιά. Ο ρυθμός τους ήταν αργός και τελετουργικός. Πίσω τους, τέσσερις άνδρες μετέφεραν έναν αρχαϊκό θρόνο στον οποίο καθόταν ένας άνθρωπος που αναπαριστούσε το θεό του πολέμου, τον Βόταν. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πάουλ φον Χίντεμπουργκ! Ντυμένος με αρχαία ενδυμασία, ο Χίντεμπουργκ ύψωσε μια λόγχη στην οποία ήταν χαραγμένα δήθεν μαγικά γράμματα του ρουνικού αλφάβητου. Το κοινό, εξήγησε ο Μίντσενμπεργκ, εκλάμβανε τον Χίντεμπουργκ ως μετενσάρκωση του Βόταν. Πίσω από τον Χίντεμπουργκ εμφανίστηκε ένας άλλος θρόνος, τον οποίο κατείχε ο Στρατάρχης Λούντεντορφ, ο οποίος εκπροσωπούσε τον θεό του κεραυνού, Τορ. Πίσω από τον «θεό» συνωστιζόταν ένας συρμός πιστών που αποτελούνταν από διακεκριμένους χημικούς, μαθηματικούς, βιολόγους, φυσικούς και φιλοσόφους. Όλα τα πεδία της γερμανικής «κουλτούρας» εκπροσωπήθηκε στο Γκρούνβαλντ εκείνο το βράδυ.
Η πομπή σταμάτησε, και άρχισε η τελετή. Για αρκετές ώρες, η ελίτ του Βερολίνου τραγουδούσε και κραύγαζε προσευχές και τελετές από το βαρβαρικό παρελθόν της Γερμανίας. Εδώ ήταν η απόδειξη, αν κάποιος τη χρειάζεται, της αποτυχίας δύο χιλιάδων ετών ρωμαϊκού, ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι αυτά που έβλεπα συνέβαιναν μπροστά στα μάτια μου.Κανείς ανάμεσα στους γερμανούς αριστερούς φίλους μου δεν μπορούσε να μου δώσει κάποια ικανοποιητική εξήγηση για την παράξενη αυτή διαδικασία. Αντ’ αυτού, προσπάθησαν να ξεμπερδέψουν κοροϊδευτικά, αποκαλώντας τους συμμετέχοντες «τρελούς». Ως σήμερα, προβληματίζομαι με τη συλλογική τους έλλειψη αντίληψης. Ενθυμούμενος αυτό το όργιο στεγνής μέθης και ντελίριου, στάθηκε αδύνατο να φανταστώ και τον ελάχιστα ευαίσθητο θεατή να αντιπαρέρχεται ό,τι είχα δει μόνο ως μια ακίνδυνη μασκαράτα.
Λίγες μέρες αργότερα, είδα τον Αδόλφο Χίτλερ να απευθύνεται σε μια μαζική συγκέντρωση στο Βερολίνο, δίπλα σε ένα κτίριο τόσο τεράστιο που καταλάμβανε το σύνολο του οικοδομικού τετραγώνου, τα κεντρικά γραφεία του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ένα προσωρινό ενιαίο μέτωπο ήταν τότε σε ισχύ ανάμεσα στους ναζί και τους κομμουνιστές, ενάντια στους διεφθαρμένους ρεφορμιστές και τους σοσιαλδημοκράτες.
Η πλατεία ήταν κυριολεκτικά πλημμυρισμένη με 25-30.000 κομμουνιστές εργάτες. Ο Χίτλερ ήρθε με συνοδεία περίπου χιλίων ανδρών. Διέσχισαν την πλατεία και σταμάτησαν κάτω από ένα παράθυρο, από το οποίο παρακολουθούσαν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ήμουν μεταξύ τους, έχοντας προσκληθεί από τον Μίντσενμπεργκ, που βρισκόταν στα δεξιά μου. Στα αριστερά μου στάθηκε ο Τέλμαν, γενικός γραμματέας του Κόμματος. Ο Μίντσενμπεργκ εξηγούσε τα σχόλιά μου στον Τέλμαν, και μετέφραζε την ομιλία του Χίτλερ σε μένα.
Οι κομμουνιστές φίλοι μου έκαναν κοροϊδευτικές παρατηρήσεις για τον «αστείο ανθρωπάκο» που επρόκειτο να εκφωνήσει τον λόγο στη συγκέντρωση, και θεωρούσαν εκείνους που τον θεωρούσαν απειλή δειλούς ή ανόητους.
Καθώς ετοιμαζόταν να μιλήσει, ο Χίτλερ ορθώθηκε άκαμπτα, σαν να περίμενε να διογκωθεί και να γεμίσει το μεγάλο αγγλικό στρατιωτικό αδιάβροχό του ώστε να μοιάζει με γίγαντα. Στη συνέχεια, έκανε ένα νεύμα για να επικρατήσει σιωπή. Μερικοί κομμουνιστές εργαζόμενοι τον αποδοκίμασαν, αλλά μετά από λίγα λεπτά όλο το πλήθος σώπασε απολύτως.
Καθώς ζεστάθηκε, ο Χίτλερ άρχισε να ουρλιάζει και να κουνά τα χέρια του σαν επιληπτικός. Κάτι σ’ αυτόν ανατάραξε, φαίνεται, το βάθος της ψυχής των ομοεθνών του, γιατί μετά από λίγο ένιωσα ένα περίεργο μαγνητικό ρεύμα μεταξύ αυτού και του πλήθους. Ήταν τόσο βαθύ που, όταν τελείωσε, έπειτα από δύο ώρες ομιλίας, επικράτησε μια στιγμή πλήρους σιγής. Ούτε καν οι ομάδες της κομμουνιστικής νεολαίας, που είχαν εντολή να τον γιουχάρουν, δεν το έκαναν. Και τότε, η σιωπή έδωσε τη θέση της σε ένα τεράστιο, εκκωφαντικό χειροκρότημα από όλη την πλατεία.
Καθώς έφευγε, οι οπαδοί του Χίτλερ έκλεισαν τις γραμμές γύρω του με όλα τα σημάδια της αφοσιωμένης πίστης. Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γελούσαν σαν σχολιαρόπαιδα. Όσο για μένα, ήμουν τόσο χαμένος και προβληματισμένος, όπως όταν είχα δει το παρακμιακό τελετουργικό λίγες μέρες πριν στο Γκρούνβαλντ. Δεν μπορούσα να δω τίποτα για να γελάσω. Αισθάνθηκα πραγματικά βουτηγμένος στη θλίψη.
Ο Μίντσενμπεργκ, ρίχνοντας μια ματιά σε μένα, ρώτησε: «Ντιέγκο, τι τρέχει με σένα;».
«Αυτό που τρέχει», του είπα, «είναι ότι με κατακλύζει ένα προαίσθημα. Το προαίσθημα ότι, αν οι ένοπλοι κομμουνιστές άφηναν σήμερα στον Χίτλερ να φύγει ζωντανός, θα μπορούσε να ζήσει για να κόψει τα κεφάλια και των δυο συντρόφων μου σε λίγα χρόνια».
Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γέλασαν δυνατά. Ο Μίντσενμπεργκ με επαίνεσε για τη ζωηρή φαντασία που είχα ως καλλιτέχνης.
«Θα πρέπει να αστειεύεσαι», είπε. «Δεν άκουσες τον Χίτλερ να μιλά; Δεν κατάλαβες, από όσα σου μετέφραζα, τι ανοησίες έλεγε;».
Του απάντησα: «Μα αυτές οι ανοησίες γεμίζουν επίσης στα κεφάλια των ακροατών, αλαλιασμένων από την πείνα και το φόβο. Ο Χίτλερ τους υπόσχεται μια αλλαγή, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική και επιστημονική. Λοιπόν, θέλουν αλλαγές, και μπορεί να είναι σε θέση να κάνουν ακριβώς ό,τι λέει, αφού έχει όλα το καπιταλιστικό χρήμα πίσω του. Μ’ αυτό μπορεί να δώσει τροφή στους πεινασμένους Γερμανούς εργάτες, να τους πείσει να πάνε με το μέρος του και να στραφούν ενάντια σε εμάς. Επιτρέψτε μου να τον πυροβολήσω εγώ τουλάχιστον. Θα αναλάβω την ευθύνη. Είναι ακόμα εντός εμβέλειας».
Μα αυτά τα λόγια μου έκαναν τους γερμανούς συντρόφους να ξεσπάσουν σε ακόμα δυνατότερα γέλια. Αφού ξεράθηκε στο γέλιο, ο Τέλμαν είπε: «Φυσικά, είναι καλύτερα να έχεις κάποιον πάντα έτοιμο να βγάλει από τη μέση τον κλόουν. Μην ανησυχείτε, όμως. Σε λίγους μήνες θα έχει τελειώσει, και τότε θα είμαστε σε θέση να πάρουμε την εξουσία».
Αυτό μου προκάλεσε μονάχα ακόμα μεγαλύτερη θλίψη, και εξέφρασα ξανά τους φόβους μου. Τώρα πια όμως ο Μίντσενμπεργκ δεν χαμογελούσε. Είχε παρακολουθήσει τον Χίτλερ, που βρισκόταν σχεδόν στην άλλη άκρη της πλατείας. Παρατήρησε ότι ο κόσμος τον χειροκροτούσε ακόμα. Πριν φύγει από την πλατεία, ο Χίτλερ έκανε το ναζιστικό χαιρετισμό. Αντί για αποδοκιμασίες, το χειροκρότημα γιγαντώθηκε. Ήταν σαφές ότι ο Χίτλερ είχε κερδίσει πολλούς οπαδούς ανάμεσα στους αριστερούς εργαζόμενους. Ο Μίντσενμπεργκ ξαφνικά έγινε χλωμός κι έπιασε το χέρι μου.
Ο Τέλμαν κοίταξε έκπληκτος και τους δύο μας. Χαμογέλασε αδύναμα και χάιδεψε το κεφάλι μου. Στα ρώσικα, που ακούγονταν βαριά με τη γερμανική προφορά του, είπε, «Νιτσεβό, νιτσεβό» (Δεν είναι τίποτα, απολύτως τίποτα).
Η τρελή φαντασία του καλλιτέχνη επιβεβαιώθηκε αργότερα πικρά. Τόσο ο Τέλμαν όσο και ο φίλος μου Μίντσενμπεργκ ήταν ανάμεσα στα εκατομμύρια των ανθρώπων που θανατώθηκαν από τον «κλόουν» που είχα παρακολουθήσει στην πλατεία εκείνη την ημέρα.
Δεκέμβρης 2003, Αντίλογος Νο 1 – Για την δολοφονία στην Κρήτη, από αστυνομικούς, του 22χρονου Ηρακλή Μαραγκάκη, όταν δεν σταμάτησε για έλεγχο σε μπλόκο…
Ασφάλεια, ασφάλεια, ασφάλεια, ασφάλεια, ασφάλεια…
Ή αλλιώς: Ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακές μας;
Η σφαίρα βρήκε το νεαρό Μαραγκάκη στον αυχένα, αφήνοντάς τον κλινικά νεκρό. «Οι αστυνομικοί πυροβόλησαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου και μια σφαίρα εξοστρακίστηκε και βρήκε το Μαραγκάκη» ισχυρίζονται οι «διαρροές» των αστυνομικών αρχών. «Ο Μαραγκάκης διακρινόταν από αντικοινωνική συμπεριφορά και ροπή προς τα ναρκωτικά» αναφέρει αυτολεξεί επίσημη έκθεση της Ασφάλειας Ηρακλείου μετά τον οριστικό θάνατο του νέου. Διπλός θάνατος!
Και η προπαγάνδα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης καλά κρατεί. Περίπου πρόσκοποιι οι σύγχρονοι αστυνομικοί, ταγμένοι στην υπηρεσία του κοινού καλού. Άλματα έχουν κάνει τα Σώματα Ασφαλείας στην πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος και της «τρομοκρατίας». Διθύραμβοι στο διεθνή τύπο και ο Νασιάκος περιχαρής να παρασημοφορείται από τον αρχηγό (του) του FBI… και ο Μαραγκάκης νεκρός, πήγε να βρει τον Κουμή, την Κανελλοπούλου, τον Καλτεζά, το νεαρό Σέρβο της Θεσσαλονίκης, τους ανώνυμους μετανάστες, νεκρούς από «εξοστρακισμένες σφαίρες στα σύνορα. Και τόσους άλλους.
Η πόλη γεμάτη μπλε και χακί …πρόσκοπους με το όπλο στο χέρι. «Είμαστε όλοι τρομοκράτες» τραγουδούσε ο Νικόλας Άσιμος. Το τελευταίο φρούτο: μπουλούκια μασκοφόρων ασφαλιτών, δίπλα σε κάθε πορεία σχεδόν, τραβούν πολλές φορές με κάμερες τα πρόσωπα των διαδηλωτών μην τυχόν κι έχει ξεφύγει κανείς από τις εκατοντάδες στημένες κάμερες των δρόμων. Το «1984″ του Όργουελ μοιάζει τόσο ξεπερασμένο από την πραγματικότητα…
Είναι γεγονός ότι και στις πλέον ανεκτικές περιόδους μετά τη μεταπολίτευση είχαμε κρούσματα αστυνομικής βίας και ασυδοσίας με νεκρούς διαδηλωτές (Κουμής, Κανελλοπούλου, Καλτεζάς, κ.ά.), μικροπαραβάτες ή απλά ανθρώπους που η φάτσα τους δεν άρεσε σε κάποιο, έμπλεο υπερβάλλοντος ζήλου, όργανο. Υπήρχαν, όμως, νομικές δικλείδες ασφαλείας που περιόριζαν την οπλοφορία και την οπλοχρησία των αστυνομικών (έστω κι αν πάντα παρέμεναν κενό γράμμα).
Tα τελευταία χρόνια, και ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, το νομικό πλαίσιο που αφορά ζητήματα οπλοκατοχής και οπλοχρησίας των αστυνομικών, παρακολουθήσεις πολιτών, κατασταλτικές ενέργειες και γενικότερα όλη τη δράση των σωμάτων ασφαλείας σκληραίνει, δίνοντάς τους εξουσίες που σε πολλές περιπτώσεις αναιρούν θεμελιώδεις εγγυήσεις ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Από το «κοινωνικό» κράτος (που δεν έπαψε ποτέ να είναι ταξικό) και τη λογική της ενσωμάτωσης και του καρότου περάσαμε αμετάκλητα πια στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και το μαστίγιο τηςπροληπτικής καταστολής και της μηδενικής ανοχής για να προληφθούν οι αναπόφευκτες ατομικές και κυρίως οι κοινωνικές εκρήξεις που γεννά η φτώχεια, η εξαθλίωση και η αλλοτρίωση. Η γενικότερη αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική παράγει, εκτός από κέρδη, φτώχεια και εγκληματικότητα, που εντείνει την αστυνομική βία κι αυτή με τη σειρά της την παραβατικότητα. Φαύλος κύκλος! Δεν είναι, νομίζω, υπερβολή να πούμε ότι αγορά και καταστολή, ελεύθερο εμπόριο και περιορισμός των κοινωνικών ελευθεριών, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και σκλήρυνση της κρατικής βίας πάνε χέρι-χέρι.
Ο νεαρός Μαραγκάκης, οι νεκροί μετανάστες των συνόρων (όλοι από «εξοστρακισμένες» σφαίρες που καταλήγουν στα σώματά τους), οι κάτοικοι του Αγίου Δημητρίου που πάλευαν ενάντια στην τοποθέτηση καρκινογόνων εγκαταστάσεων της ΔΕΗ στον τόπο τους, οι εξαπατημένοι παλλινοστούντες που βγήκαν στο δρόμο διεκδικώντας στέγη πέρσι το καλοκαίρι, οι κάτοικοι περιοχών της Αττικής που αντιδρούσαν στην εγκατάσταση χωματερών, οι εργαζόμενοι στους ΟΤΑ που προσπαθούσαν ν’ αποτρέψουν απεργοσπάστες, όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι ξυλοδαρμένοι και αρκούντως ψεκασμένοι διαδηλωτές (με χημικά που η χρήση τους στον πόλεμο είναι απαγορευμένη από διεθνείς συμβάσεις, αλλά χρησιμοποιούνται αφειδώς στον εσωτερικό κοινωνικό πόλεμο), αποδεικνύουν ότι η καταστολή στις μέρες μας δεν αφορά κάποιες μικρές δυναμικές ομάδες μόνο, δεν αφορά αυτούς που «πάνε γυρεύοντας», αλλά τον καθένα από εμάς που θα σηκώσει λίγο κεφάλι, θα διεκδικήσει το ψωμί ή την υγεία των παιδιών του ή απλά θα προσπεράσει αφηρημένος κάποιο αστυνομικό μπλόκο.
Το δόγμα της ασφάλειας, της προληπτικής καταστολής και της μηδενικής ανοχής περνά -και την αλλοιώνει- και στη δουλειά των δασκάλων. Όλοι μας έχουμε ακούσει τους διευθυντές μας να τονίζουν, άλλοι με αγωνία, άλλοι επιτακτικά, ότι η ασφάλεια των παιδιών προέχει και επισκιάζει όλα τ’ άλλα. Όλοι μας αγχωνόμαστε τις μέρες που έχουμε εφημερία στην αυλή. Όλοι μας έχουμε νιώσει κάποιες στιγμές σαν …παιδοβοσκοί που προσπαθούν να καταστείλουν την ενεργητικότητα των παιδιών που τρέζουν αλαφιασμένα σε αυλές-κλουβιά. Για να μην πω για τα κατά καιρούς έγγραφα του Υπουργείου Εσωτερικών που έφταναν κάποτε να καθιστούν τους εκπαιδευτικούς χαφιέδες οι οποίοι υποχρεώνονταν όχι μόνο να μη γράφουν μεταναστόπουλα με ελλειπή χαρτιά στο σχολείο, αλλά και να τα καταδίδουν εις τας αρχάς! Ευτυχώς τα αντανακλαστικά της εκπαιδευτικής κοινότητας λειτούργησαν και τα συγκεκριμένα έγγραφα αποσύρθηκαν (ως πότε άραγε;).
Μάης 2006 – Αντίλογος, Σκέψεις, με αφορμή τα μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες
Για τα μαθήματα σε μετανάστες
Η Τζουλιέτα, η Μιγκένα, ο Φαρούκ, η Νάντρα, η Παρμτζίτ, ο Νιλουνέ. Άνθρωποι από κάθε γωνιά του πλανήτη: Αλβανία, Ερυθραία, Αίγυπτος, Σρι Λάνκα, Ινδία, Πακιστάν. Καθολικοί, Μουσουλμάνοι, Σικ, Βουδιστές.
Άνθρωποι τόσο διαφορετικοί και τόσο ίδιοι. Ίδια η νοσταλγία και η περηφάνια όταν μιλά ο καθένας για τη δική του πατρίδα. Ίδια η δίψα να μάθουν ελληνικά, όχι μόνο για να βοηθήσουν τα παιδιά τους στο σχολείο, αλλά και για να μπορούν οι ίδιοι να κινηθούν σ’ αυτόν το νέο τόπο που τους έριξε η ανάγκη, να μπορούν να κοιτούν τους ντόπιους στα μάτια και να εκφράζονται στη γλώσσα τους, μπας και μαλακώσουν κάπως τα αποδοκιμαστικά ή περιφρονητικά βλέμματα που εισπράττουν.
Σκόρπιες κουβέντες για ρατσισμό και προκατάληψη. Για την υποκριτική αντιρατσιστική πολιτική του ελληνικού κράτους που καταλήγει στις ουρές με τις ώρες και στο χαράτσι κάθε έξι μήνες για την πράσινη κάρτα.
Δεν έχουν παράπονο, «δουλειά υπάρχει, αν θες να δουλέψεις», λένε και το εννοούν. Η πλειοψηφία είναι οικιακές βοηθοί. Δεν ντρέπονται, δεν μεμψιμοιρούν, είναι περήφανες που στηρίζονται στα χέρια τους, για να ζήσουν τις οικογένειές τους, έστω και σε υπόγειο δυαράκι, έστω και με τρέξιμο από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα για να βγει το μεροκάματο. Ο Αλή είναι οικοδόμος. Σ’ ένα διάλειμμα μου μιλά για ρουφιανιές ανάμεσα σε παλιούς και νέους στο γιαπί, για το ότι ο ίδιος δεν φοβάται για τη δουλειά του γιατί δουλεύει σα σκυλί και το αφεντικό το εκτιμά πολύ. Ποιο αφεντικό δεν το εκτιμά αυτό, άραγε;
Σκόρπιες κουβέντες για την αντεργατική επίθεση παγκόσμια και την ανάγκη να είναι ενωμένοι έλληνες και ξένοι εργάτες.
Για δύο ώρες τη βδομάδα βρισκόμαστε με ανθρώπους που δεν έχουμε πολλές ευκαιρίες να συναναστραφούμε. Διδάσκουμε και διδασκόμαστε. Ο αφανής κόσμος των υπογείων μας αποκαλύπτεται ( όχι εύκολα, όχι άμεσα ). Δεν πληρώνονται, δεν πληρωνόμαστε, άρα είναι αυθεντική η συμμετοχή τους και ξέρεις ότι κάτι κερδίζουν για να συνεχίζουν να έρχονται (μια νέα λέξη, μια φράση, λίγη περηφάνια, λίγη ελπίδα ίσως). Κερδίζουμε κι εμείς. Πολλά, πάρα πολλά. Ως άνθρωποι, ως εργαζόμενοι, ως εκπαιδευτικό κίνημα.
Δεν τους κοροϊδεύουμε, δεν υποκρινόμαστε κάτι που δεν θέλουμε να είμαστε. Ξεκαθαρίσαμε από την πρώτη στιγμή ότι δεν είμαστε ιεραπόστολοι, φιλάνθρωποι, εθελοντές, «καλοί άνθρωποι». Μιλήσαμε για αλληλεγγύη ανάμεσα σε φτωχούς ανθρώπους (είμαστε λιγότερο φτωχοί, αλλά στην ίδια όχθη μ’ αυτούς τους ανθρώπους πιστεύω). Αρκεί αυτό; Προφανώς όχι. Για τους συγκεκριμένους είκοσι ανθρώπους έγινε σαφές, αλλά για την υπόλοιπη κοινωνία ο εθελοντισμός που επαγγέλλεται ο Γιωργάκης, η φιλανθρωπία της Αγάπης Βαρδινογιάννη και τα απογευματινά μαθήματα κάποιων δασκάλων σε μετανάστες είναι περίπου το ίδιο πράγμα.
Μπορεί αυτό το εγχείρημα να πάρει πολιτικά χαρακτηριστικά; Ή τουλάχιστον να οριοθετηθεί απέναντι στον εθελοντισμό και την φιλανθρωπία των πάνω; Μπορεί να διαχυθεί σε περισσότερα σχολεία της Αθήνας; Μπορούμε να παράγουμε υλικό διδασκαλίας που θα ξεφεύγει από τον ελληνοκεντρισμό και το δυτικότροπο περιεχόμενο (μην ξεχνάμε ότι η πλειοψηφία των εγχειριδίων που γράφτηκαν για τη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας έχουν ως κύριο στοιχείο την ελληνομάθεια και τον κόσμο των μικροαστών). Μπορούμε να μιλήσουμε για το ρατσισμό, τον εθνικισμό, τον ιμπεριαλισμό, τον κοινωνικό πόλεμο μέσα στις σχολικές αίθουσες ή θα γίνουμε άλλο ένα γραναζάκι στην προσπάθεια ενσωμάτωσης και «ελληνοποίησης» των μεταναστών που θέλουν οι κυρίαρχοι;
Η Παιδαγωγική Ομάδα πρέπει να ζωντανέψει και κυρίως να κουβεντιάσει και να βάλει απτούς στόχους.
Άνοιξη 2007 – Αντίλογος Νο 7 – Για τους αγώνες για την εκπαίδευση
Αυτοί οι αγώνες δεν δικαιώθηκαν, αλλά δεν πήγαν και χαμένοι
(Σταχυολόγηση από μια 20ετία αγώνων στην εκπαίδευση)
«Φτάνεις κι εσύ κάποτε να πιστέψεις
πως σάπισαν όλα τα περάσματα
πως αμείλιχτοι φύλακες
στέκονται ορθοί σε κάθε γωνιά.
Πολλές φορές η νύχτα ξέρει να σου μιλά σα μια
θανάσιμη ηδονική φίλη μα εσύ δε θες να την ακούς,
ζητάς μια λάμπα, τίποτε άλλο από μιαν ελάχιστη λάμπα,
μια λάμπα τόσο ταπεινή μέσα σε τούτο το σκοτάδι».
Μανόλης Αναγνωστάκης «Εποχές 2»
Μετά την περσινή μας απεργία αναπτύσσεται ένας, καλοπροαίρετος κατά βάση, προβληματισμός από συναδέλφους που μάτωσαν στο μεγαλειώδη αγώνα των έξι βδομάδων σχετικά με την αποτελεσματικότητα των απεργιών και το «τι να κάνουμε» από εδώ και πέρα. Η ψυχολογία μας πέρασε από μεγάλες διακυμάνσεις και σε όλους τους συνταξιδιώτες του επικού φθινοπώρου του ’07 έμεινε μια στυφή γεύση, που γίνεται πίκρα όταν συναντιόμαστε, αραιά και πού, στις 24ωρες πορείες – λιτανείες της ΑΔΕΔΥ και της ΓΣΕΕ.
Τελείωσε η εποχή των μεγάλων αγώνων; Ηττηθήκαμε λοιπόν οριστικά; Δε μένει τίποτ’ άλλο απ’ το να περιμένουμε μοιρολατρικά τα χειρότερα; Ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στην ιστορία του εκπαιδευτικού κινήματος την τελευταία 20ετία.
Καλοκαίρι 1988 : Οι καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης κατεβαίνουν σε απεργία μέσα στις εξετάσεις που κρατάει 34 μέρες με μισθολογικά κυρίως αιτήματα. Κερδίζουν (και μαζί μ’ αυτούς και οι δάσκαλοι) 30.000 δρχ επίδομα τριμήνου και 15.000 δρχ μηνιαίο επίδομα βιβλιοθήκης. Δηλαδή 25.000 δρχ αύξηση το μήνα σε συνολικό μισθό γύρω στις 75.000 δρχ (αύξηση περίπου 30%!!!!).
Καλοκαίρι 1990 : Οι καθηγητές ξανακατεβαίνουν σε πολυήμερη απεργία με οικονομικά και θεσμικά αιτήματα και αντιμετωπίζουν δικαστικές αποφάσεις που βγάζουν την απεργία τους παράνομη και καταχρηστική, επιλεκτικές συλλήψεις, μέχρι και εξετάσεις με απεργοσπαστικό μηχανισμό μεσούσης της απεργίας. Επιπλέον έχουν απέναντί τους όλο το φάσμα των κομμάτων της βουλής που επιδεικνύουν εχθρική στάση (με τον ενιαίο τότε Συνασπισμό σε ρόλο «υπεύθυνης δύναμης» να ζητά επιτακτικά να γυρίσουν στις αίθουσες διδασκαλίας). Η απεργία λήγει χωρίς ουσιαστικές κατακτήσεις.
Χειμώνας 1991 : Η Αθήνα κυριολεκτικά φλέγεται μετά τη δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα στην Πάτρα από τον τραμπούκο της ΟΝΝΕΔ Καλαμπόκα. Τα μέτρα του τότε Υπουργού Παιδείας Κοντογιαννόπουλου για την αξιολόγηση, την κατάργηση της επετηρίδας, τις εξετάσεις στο δημοτικό και τις… ποδιές στα σχολεία αποσύρονται μαζί με τον υπουργό.
Μάρτης 1995 : Ο Γιώργος Παπανδρέου ως υπουργός παιδείας ρίχνει στο τραπέζι την κακόφημη αποκέντρωση που προβλέπει την άμεση υπαγωγή των σχολείων στους δήμους. Μετά από δέκα μέρες κινητοποιήσεων όπου πρωτοστατεί το συντονιστικό των πρωτοβάθμιων συλλόγων η πρόταση αποσύρεται.
Χειμώνας 1997 : Η ΟΛΜΕ κατεβαίνει σε απεργία διαρκείας για το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που προβλέπει ακόμη και ονομαστικές μειώσεις μισθών. Ενώ οι καθηγητές βρίσκονται ήδη στην 4η βδομάδα των κινητοποιήσεών τους, μπαίνει και η ΔΟΕ στην απεργία κάτω από την πίεση της βάσης των δασκάλων. Τελικά οι δάσκαλοι γυρίζουν στα σχολεία στις 19 Φλεβάρη μετά από 13 μέρες απεργίας έχοντας κερδίσει την κλιμακωτή μείωση του ωραρίου, ενώ οι καθηγητές συνεχίζουν μόνοι τους – με τους συνήθεις πια αγανακτισμένους γονείς που καταθέτουν μηνύσεις – μέχρι τις 15 Μάρτη (για να μην μουρμουρίζουμε ότι οι καθηγητές δε συμπαρατάχθηκαν στη δική μας μεγάλη απεργία). Οι κατακτήσεις του αγώνα αυτού είναι : α) 20.000 δρχ μηνιαία αύξηση, β) Το επίδομα εξωδιδακτικής απασχόλησης, ενώ στο αρχικό νομοσχέδιο προβλεπόταν να είναι ονομαστικό (δηλαδή σταθερό), έγινε αναπροσαρμοζόμενο γ) μειώθηκαν οι κρατήσεις που προβλεπόταν στο αρχικό σχέδιο για το μισθολόγιο και δ) ενσωματώθηκαν τα τρίμηνα στο βασικό μισθό. Σίγουρα, αν η ΔΟΕ δεν είχε αποσυρθεί άρον άρον και το μέτωπο δασκάλων – καθηγητών παρέμενε αρραγές, τα κέρδη του αγώνα αυτού θα ήταν μεγαλύτερα.
Καλοκαίρι 1998 : Η μάχη των εξεταστικών. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και άλλες μεγάλες πόλεις μετατρέπονται σε πεδία μάχης από τους χιλιάδες αδιόριστους εκπαιδευτικούς που βλέπουν ν’ ανατρέπονται προγραμματισμοί ζωής με την κατάργηση της επετηρίδας. Τελικά ο ΑΣΕΠ πέρασε, αλλά κερδήθηκε η ποσόστωση χάρη στην οποία διορίστηκαν χωρίς εξετάσεις όλοι οι απόφοιτοι των ακαδημιών και οι απόφοιτοι των παιδαγωγικών τμημάτων μέχρι το ’94 – ’95.
Και βέβαια σ’ όλο αυτό το διάστημα έχουμε σημαντικά νεολαιίστικα ξεσπάσματα με τους μαθητές και φοιτητές να πλημμυρίζουν κατά καιρούς τους δρόμους παλεύοντας για πραγματικά δημόσια και δωρεάν παιδεία.
Όλοι οι αγώνες της τελευταίας 20ετίας, με εξαίρεση το ’88 και το ’90, ήταν αμυντικοί. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι όποιες κατακτήσεις αρκούν για να καλύψουν τις σύγχρονες ανάγκες μας ή ότι μετέτρεψαν τα σχολεία σε χώρους δημιουργίας, συνεργασίας και χαράς.
Όμως χωρίς αυτούς τους αγώνες :
Όλοι οι διορισμοί θα γίνονταν με εξετάσεις και συνέντευξη ήδη από το ’91.
Οι μισθοί μας σήμερα θα ήταν περίπου στο ύψος του δώρου Χριστουγέννων.
Η αξιολόγηση – που συζητιέται από το 1984 (!!!!!), έγινε τελικά νόμος με τον 25/25 το ’97, αλλά παραμένει ακόμη ανενεργή – θα «έπαιρνε ήδη κεφάλια».
Οι ιδιώτες και οι εταιρίες θα αλώνιζαν στα σχολεία, αφού υπάρχουν φιρμάνια της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πιέζουν από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 προς αυτή την κατεύθυνση.
Θα είχαμε ίσως παραχώρηση των σχολείων στους δήμους με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το παρουσιολόγιο και η υποχρεωτική παραμονή των εκπαιδευτικών στο σχολείο μέχρι τις 14 : 00 καθώς και η ευέλικτη ζώνη θα ήταν μέρος της σχολικής καθημερινότητας μας.
Τα κρούσματα αυταρχισμού και αυθαίρετων αποφάσεων της διοίκησης θα ήταν πολλαπλάσια.
Και φυσικά μετά την περσινή προσπάθεια συνταγματικής αναθεώρησης, που πετάχτηκε στο καλάθι των αχρήστων χάρη στην πίεση της δικής μας απεργίας, θα καταργούνταν η μονιμότητα για όσους συναδέλφους διορίζονταν από εδώ και πέρα.
Φυσικά και δεν αρκούν αυτά. Είμαστε πολύ πίσω σε σχέση με τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας ως εργαζόμενοι, εκπαιδευτικοί και άνθρωποι. Θα πρέπει πια να συζητήσουμε ένα πλαίσιο διεκδικήσεων που δε θα προτάσσει μόνο τα όχι μας, αλλά και τα θέλω μας.
Η συγκυρία είναι δύσκολη. Οι συνειδήσεις έχουν μετατοπιστεί σε πιο συντηρητικές κατευθύνσεις. Ο κόσμος στενάζει οικονομικά. Το κεντρικό πολιτικό σκηνικό δεν αφήνει πολλές ρωγμές. Οι απεργίες και οι αγώνες δε γίνονται με αυτοματισμούς.
Όμως η εκπαίδευση στο σύνολό της λειτουργεί σαν το γαλατικό χωριό, είναι απρόβλεπτη και οι κινητοποιήσεις της εκρηκτικές.
Δε μας ταιριάζει η μοιρολατρία και ο πεσιμισμός. Όταν χρειαστεί θα ξανασμίξουμε τα βήματα και τις καρδιές μας στους δρόμους, θα συντονίσουμε με καλύτερους όρους το βηματισμό μας με τους συναδέλφους καθηγητές, τους φοιτητές και τους μαθητές, όχι μόνο για ν’ αντισταθούμε σε όσα μας ετοιμάζουν, αλλά και για να διεκδικήσουμε όσα ονειρευόμαστε και μας αξίζουν.
Χειμώνας 2008 – Αντίλογος – Κείμενο με αφορμή την δολοφονία του Αλέξ. Γρηγορόπουλου και τα «Δεκεμβριανά» που ακολούθησαν
Μα ποιοι είναι, επιτέλους, οι κουκουλοφόροι;
Ενώ ακόμη το σώμα του νεκρού Αλέξη είναι ζεστό, ενώ ακόμη καπνίζουν τα αποκαΐδια από τις φλόγες της εξέγερσης, ενώ οι βιτρίνες του καταναλωτισμού χάσκουν μισοσπασμένες, οι ρήτορες κι οι λωποδύτες ωρύονται αναζητώντας ένα πρόσωπο για τους κουκουλοφόρους. Αναζητούν μιαν εξήγηση που να χωράει στις βολεμένες ζωές τους στις βίλες της Εκάλης και τα καφέ του Κωλονακίου. Κατασκευάζουν μια ερμηνεία βολική γι’ αυτούς που να χαϊδεύει αυτιά, να ενσωματώνει την οργή των πιτσιρικάδων και να απονομιμοποιεί την οργή των απόκληρων. Για ν’ ανοίξει ο δρόμος της καταστολής. Για να επανέλθει η κανονικότητα της εκμετάλλευσης, της μίζας, των σκανδάλων, του πετάγματος μεγάλων κομματιών της κοινωνίας στο περιθώριο. Χωρίς ζωή, χωρίς ελπίδα… μέχρι το επόμενο ξέσπασμα.
Η σιωπηλή πλειοψηφία παρακολουθούσε τα γεγονότα από τον καναπέ της. Με θλίψη για τη δολοφονία του παιδιού, ίσως και με μια κρυφή χαρά για το πανηγύρι της φωτιάς στους δρόμους. Κάποιοι έμειναν στις σπασμένες βιτρίνες, υιοθέτησαν τις κραυγές των «νοικοκυραίων» και του ΛΑΟΣ, αναρωτιόντουσαν πού είναι το κράτος. Λες και δεν το ζουν τόσα χρόνια που τους απομυζά, τους παρακολουθεί με κάμερες, τους αποχαυνώνει με τηλεόραση και δάνεια. Μερικοί, πολύ λίγοι ευτυχώς, βγήκαν και στους δρόμους, απέναντι στα παιδιά τους, αγκαλιά με τους μπάτσους και τους χρυσαυγίτες.
Και αυτοί που θέλουν να λέγονται εκπρόσωποι των λαϊκών συμφερόντων, αυτοί που κάποτε δοκίμαζαν στο πετσί τους την καταστολή και τη βία του κράτους, αυτοί που μάτωσαν κάποιον άλλο Δεκέμβρη στη Αθήνα πολεμώντας τους Άγγλους, τους Χίτες και τους Ταγματασφαλίτες, βγήκαν βασιλικότεροι του βασιλέως. Μίλησαν για τάξη, για αστυνομία που δε θυμίζει την αστυνομία άλλων εποχών, για πράκτορες ξένων δυνάμεων και μυστικών υπηρεσιών… και μοίραζαν γαρύφαλλα στα ΜΑΤ.
Ποιοι ήταν, λοιπόν, οι περίφημοι κουκουλοφόροι; Ήταν πολλοί, πάρα πολλοί. Τόσοι ώστε να τρομάξουν, για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, οι «από πάνω». Ήταν απόκληροι, αλλά και νέοι με πτυχία που δουλεύουν για 300 ή 400 € το μήνα. Ήταν «μπαχαλάκηδες», αλλά και ιδεολόγοι. Ήταν μετανάστες, αλλά και έφηβοι των καλών συνοικιών. Ήταν παλιοί μαθητές μας, αλλά και πολλά από τα παιδιά μας που μας είπαν ότι πάνε για καφέ τάχα. Ήταν 16ρηδες και 18ρηδες, κυρίως, αλλά και 30ρηδες και 40ρηδες και 50ρηδες.
Υπήρχαν προβοκάτορες και ασφαλίτες; Προφανώς και υπήρχαν κι αυτοί, αλλά δεν έδιναν τον τόνο. Τον τόνο τον έδινε η οργή. Όχι μόνο για το φονικό, αλλά για όλη τη βία που δεχόμαστε καθημερινά. Γιατί, όπως αναφέρει η Κατάληψη του δημαρχείου Αγίου Δημητρίου:
«ΒΙΑ είναι να δουλεύεις 40 χρόνια για ψίχουλα και να αναρωτιέσαι αν ποτέ θα βγεις στη σύνταξη.
ΒΙΑ είναι τα ομόλογα, τα κλεμμένα ασφαλιστικά ταμεία, η χρηματιστηριακή απάτη.
ΒΙΑ είναι να αναγκάζεσαι να παίρνεις ένα στεγαστικό δάνειο που τελικά το πληρώνεις χρυσό.
ΒΙΑ είναι το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη να σε απολύει όποια στιγμή θέλει.
ΒΙΑ είναι η ανεργία, η προσωρινότητα, τα 700 ευρώ με ή χωρίς ένσημα.
ΒΙΑ είναι τα εργατικά «ατυχήματα», επειδή τα αφεντικά περιορίζουν τα εξόδά τους εις βάρος της ασφάλειας των εργαζομένων.
ΒΙΑ είναι να παίρνεις ψυχοφάρμακα και βιταμίνες για να ανταπεξέλθεις στα εξαντλητικά ωράρια.
ΒΙΑ είναι να είσαι μετανάστρια, να ζεις με το φόβο ότι θα σε πετάξουν ανά πάσα στιγμή έξω από τη χώρα και να βιώνεις μια διαρκή ανασφάλεια.
ΒΙΑ είναι να είσαι ταυτόχρονα μισθωτή, νοικοκυρά και μάνα.
ΒΙΑ είναι να σου πιάνουν το κώλο στη δουλειά και να σου λένε «Χαμογέλα ρε τι σου ζητάμε;»
Αυτό που ζήσαμε εγώ το ονομάζω εξέγερση. Κι όπως κάθε εξέγερση μοιάζει με πρόβα εμφυλίου, μυρίζει καπνιά, δακρυγόνα και αίμα. Δεν τιθασεύεται εύκολα και δεν καπελώνεται. Πυρπολεί συνειδήσεις, αναδεικνύει και πολώνει αντιθέσεις, υπόσχεται στιγμές, έστω, συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Ιχνηλατεί ατραπούς για την κοινωνική απελευθέρωση.
Κυρίες και κύριοι, καλώς ήρθατε στις μητροπόλεις του χάους! Βάλτε πόρτες ασφαλείας και συστήματα συναγερμού στα σπίτια σας, ανοίξτε την tv και απολαύστε το θέαμα. Η επόμενη εξέγερση θα είναι σίγουρα σφοδρότερη, όσο θα προχωράει η σαπίλα αυτής της κοινωνίας… Ή βγείτε στους δρόμους δίπλα στα παιδιά σας, απεργήστε, τολμήστε να διεκδικήσετε τη ζωή που σας κλέβουν, να θυμηθείτε ότι κάποτε υπήρξατε νέοι που θελήσατε ν’ αλλάξετε τον κόσμο.
2008 – Περιοδικό Ρωγμές εν τάξει : Για τις εθνικές επετείους στα πομακοχώρια
Διδάσκοντας και «γιορτάζοντας» την 25η Μαρτίου σ’ ένα δυσπρόσιτο μουσουλμανικό χωριό της Ροδόπης
Μερικά εισαγωγικά κατατοπιστικά σχόλια
Η περιοχή του Κέχρου, όπου υπηρέτησα για 5 χρόνια (συγκεκριμένα στο Μειονοτικό Σχολείο Β’ Μικρού Κέχρου) βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ροδόπης, αποτελείται από 12 οικισμούς με λίγες δεκάδες κατοίκων στον καθένα, εκτός από τον Κέχρο και τη Χλόη που έχουν πάνω από 100. Υπάρχουν, επίσης, σκόρπια πέτρινα καλύβια όπου ζουν κάποιες οικογένειες εντελώς απομονωμένες. Το κοντινότερο ημιαστικό κέντρο είναι η κωμόπολη των Σαπών που απέχει περίπου 45 χλμ από τον Κέχρο. Η πρόσβαση γίνεται από ένα κεντρικό ασφαλτοστρωμένο δρόμο, στενό με πολλές στροφές, πάγο και χιόνι στο μεγαλύτερο διάστημα από τον Οκτώβρη μέχρι και τον Απρίλη. Στους υπόλοιπους οικισμούς φτάνει κανείς από παρακαμπτήριους χωματόδρομους που ενίοτε τους κάνουν άβατους οι βροχές και τα χιόνια. Η περιοχή κατοικείται αποκλειστικά από Μουσουλμάνους που μιλούν Τουρκικά και Πομάκικα (ένα σλαβογενές ιδίωμα που τελευταία τείνει να εξαλειφθεί από τις νεότερες γενιές . Το γιατί είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα).
Το σχολείο του Β’ Μικρού Κέχρου είναι διθέσιο με έναν Μουσουλμάνο κι έναν Χριστιανό δάσκαλο (διευθυντής ο πρώτος, υποδιευθυντής ο δεύτερος, αλλά ουσιαστικά ομοιόβαθμοι). Στα 5 χρόνια που ήμουν εκεί, από το ’98 μέχρι το 2003 το σχολείο είχε από 5 μέχρι 7 παιδιά κατανεμημένα σε όλες σχεδόν τις τάξεις. Το κτίριο ήταν ουσιαστικά προέκταση ενός μεντρεσέ (μουσουλμανικού ναού χωρίς μιναρέ) και είχε μια τάξη κι ένα μικρό γραφείο που από το δεύτερο χρόνο το χρησιμοποιήσαμε και σαν τάξη, μοιράζοντας τα παιδιά. Τα μαθήματα γίνονταν στα τουρκικά, ελληνικά και το κοράνιο στα αραβικά. Το ελληνικό λεξιλόγιο των πρωτοετών μαθητών περιορίζονταν, συνήθως, στη λέξη «καλημέρα» και τα περισσότερα δεν είχαν έρθει ποτέ πριν σε επαφή με την ελληνική γλώσσα.
Το κλίμα
Θα αναφέρω δύο μόνο περιστατικά ενδεικτικά, νομίζω, του κλίματος στο βουνό.
Περιστατικό 1ο : Οι παλιοί Χριστιανοί δάσκαλοι με νουθετούν «μπορεί όλη τη χρονιά να μην κάνεις τίποτα στο σχολείο ή και να μην ανεβαίνεις κάποιες φορές, αλλά δεν θα ξεχνάς ποτέ την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και την 25η Μαρτίου θα πρέπει να σέρνεσαι, για να μην πας στο σχολείο και να μην κάνεις γιορτή!» Και πώς κάνω γιορτή; «Απλό, απλούστατο. Τους βάζεις προσοχή μπροστά στη σημαία, λένε τον εθνικό ύμνο, λένε και κανένα ποίημα και αυτό είναι. Πάντως αν δεν ανέβεις στις 25 Μαρτίου, ο προϊστάμενος θα το μάθει, δεν υπάρχει περίπτωση, και θα σε………». Ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Άλλωστε πολλοί δάσκαλοι πρωτοανέβηκαν στο βουνό με τη φράση «είστε τα αυτιά και τα μάτια του κράτους» στις αποσκευές τους. Και να ‘ταν τα μόνα αυτιά και μάτια…..
Περιστατικό 2ο : Ο Μεχμέτ, ένας κάτοικος του οικισμού, μου μιλά με δέος για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία και μου εξηγεί για τους 11 Τούρκους πιλότους που βρίσκονται εκεί και «το Αμερικάνο τα κρατάει να μη ρίξουνε μπόμπες, γιατί θα κάνουνε το Γιουγκοσλαβία όλο χώμα». Στις απέλπιδες προσπάθειές μου ν’ αντιπαρατάξω τη λογική στο μεταφυσικό δέος για τους Τούρκους πιλότους, έρχεται η αποστομωτική απάντηση του Μεχμέτ ότι τους Τούρκους πιλότους τους φοβούνται ακόμη και οι Αμερικάνοι.
Προετοιμασία «γιορτής»
Πλησιάζει η 25η Μαρτίου και εγώ αγχώνομαι για τη γιορτή και πώς θα ισορροπήσω ανάμεσα σ’ αυτά που πιστεύω, το δέος αυτών των ανθρώπων για τη μαμά – Τουρκία (που δεν την ενδιαφέρει, όπως διαπίστωσα αργότερα, να την αγαπούν, αλλά να της υποτάσσονται) και την καχυποψία που έχει εγγραφεί στο DNA τους για τη μητριά – Ελλάδα, που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 τους είχε γκετοποιημένους πίσω από μπάρες στο έλεος του χωροφύλακα, του Χριστιανού γραμματέα της κοινότητας, των φαντάρων που πολλές φορές αυθαιρετούσαν, των δασκάλων και του κάθε υπαλλήλου της ΚΥΠ.
Κάνω μια πρώτη νύξη στα παιδιά. Χαράς ευαγγέλια! «Κύριε, κύριε, θα κάνουμε έτσι…..(μου δείχνουν με κινήσεις τη στοίχιση, την προσοχή και την ανάπαυση) μπροστά στο μπαϊράκ και θα τραγουδήσουμε σε γνωρίζω από την κόψη!» Πριν προλάβω ν’ αντιδράσω άρχισαν να τραγουδούν τον ελληνικό εθνικό ύμνο. Μ’ έπιασε απελπισία. «Τι γιορτάζουμε στις 25 Μαρτίου;» Βλέμματα απορίας και σιωπή. Τους δείχνω το χάρτη της Ελλάδας. «Τι είναι εδώ;»…..σιωπή. «Εδώ είναι η Ελλάδα η χώρα που ζούμε. Κι εδώ;» Τους δείχνω την Τουρκία……πάλι σιωπή. Πάμε από την αρχή. Κουβέντα για βασικές γεωγραφικές έννοιες, που φυσικά δεν αφομοιώνονται έτσι, για να προχωρήσουμε στο δια ταύτα. «Σε πιο παλιά χρόνια δεν ήταν ούτε Ελλάδα, ούτε Τουρκία, όπως είναι σήμερα, ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και ήταν πολύ μεγάλη» Πάμε τώρα στον παγκόσμιο χάρτη. Προσπαθώ να περιγράψω πόσο μεγάλη ήταν η αυτοκρατορία. Η Αϊσέ τολμά να ρωτήσει με τα σπαστά ελληνικά της: «δηλαδή από εδώ στην Κομοτηνή, κύριε;» Μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας. Συνειδητοποίησα με τον καιρό ότι η απόσταση Β’ Μ. Κέχρου – Κομοτηνής ήταν η μεγαλύτερη που μπορούσαν να διανοηθούν κάποια από τα παιδιά. Κι αυτό όχι γιατί ήταν κουτά, αλλά ήταν τέτοιος ο τρόπος ζωής τους και ο πολιτισμός τους που οι έννοιες τόπος και χρόνος ήταν διαφορετικές σ’ αυτά. Εκείνη την ώρα, όμως, δεν είχα καιρό για θεωρητικές θεμελιώσεις. Καιγόμουν να βγάλω μια αξιοπρεπή γιορτή.
Φτάσαμε κάποτε στην Ιστανμπούλ – Κωσταντινούπολη. Καθώς εγώ λέω τα δικά μου οι ψίθυροι δυναμώνουν. «Τι συμβαίνει;» ρωτώ εκνευρισμένος από το άγχος και την «αναποτελεσματικότητά» μου. Ένα χέρι σηκώνεται δειλά. «Κύριε, αφού εδώ ζούμε Μουσουλμάνοι, γιατί δεν είναι Τουρκία;». Άλλος μπελάς στο κεφάλι μου! Άντε να εξηγείς τώρα έχοντας ν΄ αντιμετωπίσεις το φράγμα της γλώσσας, τα στερεότυπα και το άγχος να βγει κάτι συγκεκριμένο. Παρατάω την προσπάθεια, καλύτερα να καταλάβω πρώτα πώς σκέφτονται τα παιδιά και να τους δώσω χρόνο να με εμπιστευτούν (άλλωστε τι ήμουν γι’ αυτά; Προφανώς ένας περίεργος δάσκαλος που πριν τους βάλει προσοχή μπροστά στη σημαία να πουν το «σε γνωρίζω από την κόψη», τους τυραννούσε με πολλά λόγια). Προσπαθώ να «προβοκάρω» λίγο τις βεβαιότητές τους. Αντιστρέφω την ερώτηση: «Και την Ισταμπούλ την είχαν παλιά οι Έλληνες, αν η Τουρκία θέλει τη Θράκη, θα ζητήσουν την Ισταμπούλ πίσω» Άμεση η απάντηση: «Ε, τότε να πάρει η Τουρκία τη μισή Θράκη και η Ελλάδα τη μισή Ισταμπούλ!» Αφοπλιστική η παιδική αθωότητα , ειδικά όταν μπερδεύεται με την προπαγάνδα των παππούδων στο σπίτι, φέρνει το δάσκαλο στα όρια της νευρικής κρίσης. «Αν έρθει να πάρει κάποιος το σπίτι σας τι θα κάνει ο μπαμπάς;». «Θα τον σκοτώσει!» έρχεται φυσική η απάντηση. «Ωραία, αν η Τουρκία έρθει να πάρει τη Θράκη, τι θα κάνει η Ελλάδα; Το ίδιο κι αν η Ελλάδα πάει να πάρει την Ισταμπούλ, τι θα κάνει η Τουρκία;» Με λίγη υποβολή φτάσαμε στην πολυπόθητη απάντηση: Πόλεμος. Τι είναι ο πόλεμος; Δεν ξέρω αν είναι αντιπαιδαγωγικό, αλλά εδώ αράδιασα ένα σωρό σκοτωμένους, γκρεμισμένα σπίτια, αίματα, πεινασμένα, ορφανά παιδιά κλπ, οπότε προτίμησαν να μείνουν η Θράκη και η Ισταμπούλ ως έχουν . Απ’ το ολότελα καλύτερα ο ηθικολόγος πασιφισμός!
Για να μη μακρυγορώ κάποια στιγμή εγκατέλειψα την προσπάθεια και αποφάσισα να κάνω μια τυπική, αξιοπρεπή γιορτή, χωρίς κορώνες τουλάχιστον. Ψάχνοντας στη βιβλιοθήκη βρήκα άπειρα σημαιάκια και τις γνωστές αφίσες των εθνικών γιορτών με τα ουρανομήκη «ζήτω» (ζήτω η 25η Μαρτίου, ζήτω το έθνος, ζήτω η Ελλάς, μέχρι και ζήτω ο στρατός βρήκα). Κρέμασα αρκετά σημαιάκια, μια δυο αφίσες σχετικά «σεμνές» κάναμε και μερικές με τα παιδιά με φράσεις του Ρήγα και ξεμπερδέψαμε (Τα επόμενα χρόνια, περισσότερο έμπειρος και με αρκετό χρόνο μπροστά μου, δούλεψα πολύ με το Ρήγα και το έργο του). Για ποιήματα κατέφυγα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Δήμου Κομοτηνής, όπου βρήκα μερικά δίχως «Τουρκοφάγους», «ηρωικά τσολιαδάκια» και «παιδάκια έτοιμα να ζώσουν το γιαταγάνι για την πατρίδα», έκανα μερικές μετατροπές, βρήκα και κάτι από Βρεττάκο, Χικμέτ και Ρίτσο και ήμουν πια έτοιμος για τη μεγάλη μέρα.
Η πρώτη γιορτή της 25ης Μαρτίου κύλησε χωρίς απρόοπτα, αν και ένιωθα ένα γενικό μούδιασμα κυρίως από την πλευρά των ενηλίκων που είχαν έρθει. Αφού τελειώσαμε με τα τυπικά, εθνικός ύμνος και απαγγελίες, κάναμε πάρτι με αναψυκτικά, γλυκά και κάποια παιδικά τραγούδια που είχαμε μάθει.
Τα επόμενα χρόνια αφού δούλεψα πολύ καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς με τις έννοιες χρόνος και χώρος, τα πράγματα έγιναν λιγότερο δύσκολα. Αξιοποίησα το βιβλίο «Μαθαίνουμε και γιορτάζουμε» του Προγράμματος Φραγκουδάκη, εστίασα πάρα πολύ στο λόγο και το έργο του Ρήγα και με τον καιρό βγήκε κάτι από ορισμένα παιδιά. Το σκόπελο Τουρκία τον ξεπέρασα μιλώντας για αυτοκρατορία όπου ζούσαν πολλοί λαοί, προσπάθησα να εξηγήσω ότι οι έννοιες Τούρκοι και Έλληνες δεν υπήρχαν τότε, τουλάχιστον όπως τις ξέρουμε σήμερα, επέμεινα στον κοινωνικό χαρακτήρα της επανάστασης (χαράτσι, τσιφλικάδες), τόνισα όσο πιο απλά μπορούσα την ρευστότητα της εθνικής συνείδησης που επικρατούσε τότε (σ’ αυτό βοήθησαν παραδείγματα Ελλήνων και κυρίως του ανώτερου κλήρου και της αυλής του σουλτάνου που αντιτάχθηκαν στην επανάσταση και ταυτόχρονα παραδείγματα «αλλοεθνών» που αγωνίστηκαν με τους επαναστάτες με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τους Αρβανίτες Μπότσαρη και Καραϊσκάκη). Με ορισμένα παιδιά κατάφερα να μιλήσω και για τον εμφύλιο στα χρόνια της επανάστασης και για τις επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής εκείνης. Στις γιορτές της 28ης Οκτωβρίου και του Πολυτεχνείου προσπάθησα να συνδέσω το ζήτημα των επεμβάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων στα εσωτερικά μικρών χωρών όπως η Ελλάδα και να καταδείξω τη συνέχεια και τις διαχρονικές συνέπειες που είχε αυτό για τον ελληνικό λαό, αλλά μάλλον δεν κατάφερα και πολλά πράγματα.. Ο Χακί μόνο έδειξε ν’ αντιλαμβάνεται κάπως καλύτερα το ζήτημα.
Γενικά αυτό που προσπάθησα να μείνει στα παιδιά ήταν ο εθνικοαπελευθερωτικός και ταυτόχρονα ο κοινωνικός χαρακτήρας της επανάστασης («οι Έλληνες, όπως και οι άλλοι λαοί των Βαλκανίων λίγο μετά, αγωνίστηκαν για να κάνουν οι ίδιοι κουμάντο στην πατρίδα τους και να φτιάξουν μια κοινωνία όσο γινόταν πιο δίκαιη»). Επέμεινα ταυτόχρονα στο ότι η Ελλάδα και η Τουρκία κατά καιρούς ήρθαν σε συγκρούσεις μεταξύ τους («πότε η Τουρκία ερχόταν πιο εδώ, πότε η Ελλάδα πιο εκεί») και ότι σήμερα πια οι δύο λαοί δεν έχουν να μοιράσουν τίποτα απολύτως. Ένας πόλεμος σήμερα τους μόνους που θα εξυπηρετούσε θα ήταν τους στρατηγούς για να πάρουν αστέρια, τους εμπόρους για να πουλήσουν όπλα και φυσικά τις Μεγάλες δυνάμεις για να επεμβαίνουν, «να μας ανακατεύουν και να κερδίζουν». Προσπάθησα επίσης να καλλιεργήσω την καχυποψία για τα μεγάλα λόγια περί πατρίδας, θρησκείας, έθνους, ηρώων κλπ (απ’ όπου κι αν προέρχονται αυτά τα μεγάλα λόγια ) και να δουν πίσω από αυτά τα ταπεινότερα, αλλά και ουσιαστικότερα κίνητρα της δράσης των ανθρώπων: τα υλικά συμφέροντα.
Στο καθαρά πρακτικό μέρος μείωσα με τα χρόνια τα σημαιάκια που κρεμούσαμε στους τοίχους, εγκατέλειψα εντελώς τις έτοιμες «εθνολάγνες» αφίσες και φτιάχναμε δικές μας με φράσεις του Ρήγα (σε μια περίπτωση τρία κορίτσια είχαν ζωγραφίσει μια τεράστια καρδιά με τη φράση «ζήτω η καρδιά» και με ρώτησαν δειλά αν μπορούσαν να την αναρτήσουν κι αυτή σε μιαν άκρη. Φυσικά την έκανα κεντρική αφίσα εκείνη τη χρονιά.). Προσπάθησα, εκτός από ποιήματα (Χικμέτ, Ρίτσο, Βρεττάκο και Ρήγα), να βρω κείμενα και εικόνες με σκηνές της καθημερινής ζωής στα Οθωμανικά χρόνια και έκοψα κάθε σκέψη για προσοχές και αναπαύσεις μπροστά στη σημαία. Ο μόνος που μέχρι το τέλος ήταν αγχωμένος μ’ αυτό το ζήτημα ήταν ο Μουσουλμάνος συνάδελφος. Αν ένας Χριστιανός δάσκαλος φοβόταν μια φορά μην τον……… ο προϊστάμενος, ένας Μουσουλμάνος φοβόταν δέκα. Επίσης καθιέρωσα μετά το τυπικό πέρας της γιορτής τα πάρτι με αναψυκτικά, γλυκά, κους κους και καλαμπούρια.
Θα αναφέρω ένα τελευταίο περιστατικό ενδεικτικό του κλίματος. Κάποια στιγμή στη διάρκεια των συζητήσεων για την επανάσταση (τον τρίτο χρόνο μου στο βουνό), ο Χακί, ένα πανέξυπνο παιδί, μου θέτει τον προβληματισμό του γιατί δεν κάνω τη γιορτή όπως άλλοι δάσκαλοι και ότι αυτά που λέω δεν τα λένε οι περισσότεροι (εδώ να σημειώσω ότι το Χακί τον είχα μαθητή από την Γ’ τάξη μέχρι την αποφοίτησή του, επομένως ήταν δύσκολο να έχει προσωπική γνώμη για το τι λένε οι περισσότεροι δάσκαλοι, αφού δεν γνώρισε πολλούς). Στην ερώτησή μου τι εννοεί μου απάντησε ότι πολλοί δάσκαλοι επιμένουν στη σημαία και μιλάνε για κακούς Τούρκους και καλούς Έλληνες. Αφού του εξήγησα απλά ότι την ιστορία μπορεί ο καθένας να τη βλέπει από διαφορετικές πλευρές με τα δικά του γυαλιά και μυαλά, ξεκαθάρισα ότι κι εγώ μπορεί να μην έχω δίκιο και το βασικό είναι να μάθει να ψάχνει ο ίδιος την αλήθεια χωρίς προκαταλήψεις, «να σκέφτεται ελεύθερα», όπως είπε ο Ρήγας. Η απάντησή του πρέπει να μας προβληματίσει όλους: «Εσύ καλά τα λες, κύριε, αλλά αν πω εγώ αυτά τα πράγματα στο γυμνάσιο θα πάρω μικρό βαθμό».
Άνοιξη 2007 – Αντίλογος, Για την εξέγερση στην Οαχάκα του Μεξικού
Οαχάκα, μια εξέγερση από το μέλλον
ΟΑΧΑΚΑ, ΠΟΛΙΤΕΙΑ του Μεξικού στα νοτιοανατολικά της χώρας, δίπλα στην επαρχία Τσιάπας των Ζαπατίστας.
Πλούσια σε φυσικό πλούτο περιοχή με τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων όμως (κατά 60% ιθαγενείς) να ζουν σε φτωχές ή εξαθλιωμένες συνθήκες.
Στις 22 Μάη 2006 απεργοί δάσκαλοι καταλαμβάνουν την κεντρική πλατεία της Οαχάκα με αιτήματα την αύξηση των μισθών τους και τη βελτίωση των άθλιων συνθηκών που επικρατούν στα σχολεία. Ανάμεσα στ’ άλλα ζητούν το κράτος να χορηγεί παπούτσια στους ξυπόλυτους και υποσιτισμένους μαθητές, ώστε να μπορούν να διασχίζουν τα βουνά, για να φτάσουν στο σχολείο και πρωινό γεύμα ώστε να μη ζαλίζονται στη διάρκεια του μαθήματος. Στα αιτήματά τους συμπεριλαμβάνεται επίσης η παύση της καταστολής των δασκάλων από το κράτος, η διελεύκανση υποθέσεων εξαφανισμένων μελών του κινήματος και η απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων.
Στις 14 Ιούνη ο κυβερνήτης της πολιτείας Ρουίζ Ορτίζ, ακροδεξιός, εκλεγμένος με νοθεία, δίνει εντολή για καταστολή των καταληψιών και εκκένωση της πλατείας. Ακολούθησε ένα όργιο καταστολής που είχε σαν αποτέλεσμα τέσσερις νεκρούς απεργούς δασκάλους.
Πολύ γρήγορα η κινητοποίηση των δασκάλων παίρνει το χαρακτήρα λαϊκής εξέγερσης όπου συμμετέχουν δεκάδες πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις: από συνδικάτα, συμβούλια ιθαγενών μέχρι μη κυβερνητικές οργανώσεις και επιτροπές κατοίκων. Δε γίνονται δεκτά τα κόμματα και οι κάθε λογής «ηγέτες». Σχηματίζεται η Λαϊκή συνέλευση των Λαών της Οαχάκα (APPO) και δίπλα στα οικονομικά εμφανίζονται και πολιτικά αιτήματα όπως ο σεβασμός και η αναγνώριση της αυτονομίας των λαών της Οαχάκα και η παραίτηση του ακροδεξιού κυβερνήτη Ορτίζ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την οικονομική χρεοκοπία της πολιτείας έχοντας κατασπαταλήσει όλους τους πόρους σε έργα βιτρίνας.
Για πέντε μήνες η Οαχάκα ήταν μια ακυβέρνητη πολιτεία. Ή, για την ακρίβεια, μια αυτοδιευθυνόμενη πολιτεία. Οι πολίτες είχαν καταλάβει τα κυβερνητικά κτίρια, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, έλεγχαν την πρόσβαση στην πόλη και το κυριότερο αποφάσιζαν για όλα μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες διερευνώντας δρόμους εναλλακτικών μορφών διακυβέρνησης. Το Νοέμβριο μάλιστα το Κογκρέσο της APPO είχε συζητήσει σε ανοιχτή συνέλευση τη διαδικασία για τη δημιουργία Συντάγματος και νόμων που θα καθορίζουν τη ζωή στην εξεγερμένη πολιτεία.
Το τίμημα ήταν βαρύ. Ο λαός της Οαχάκα συγκρούστηκε στα οδοφράγματα με την ομοσπονδιακή αστυνομία, τις αύρες, τα ελικόπτερα, αλλά και ομάδες παρακρατικών και πληρωμένων δολοφόνων. Εκατοντάδες συλλήψεις, βασανιστήρια και βιασμοί ακολουθούν την καταστολή της λαϊκής εξέγερσης. Πολλοί αγωνιστές κρύβονται στα βουνά ή σε γειτονικές πολιτείες. Μέχρι τον περασμένο Οκτώβρη είχαν καταγραφεί 17 νεκροί, 350 συλληφθέντες και 250 αγνοούμενοι που είχαν απαγάγει οι παρακρατικοί. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμη όπως δηλώνουν και οι ίδιοι οι εξεγερμένοι. Η Λατινική Αμερική από την εποχή της αποικιοκρατίας μέχρι τον Τσε, το Αργεντινάζο, τους Ζαπατίστας, το Κίνημα των Χωρίς Γη στη Βραζιλία και την Οαχάκα αποτελεί ένα εργαστήρι λαϊκών εξεγέρσεων και αναζήτησης δρόμων για την κοινωνική χειραφέτηση από κάθε μορφή εξουσίας και καταναγκασμού.
Καλοκαίρι 2009 – Αντίλογος, Κείμενα με αφορμή την δολοφονική επίθεση εναντίον της Κωνσταντίνας Κούνεβα
Ματιές στα κάτω πατώματα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα
με αφορμή την ιστορία της Κωνσταντίνας Κούνεβα
Για ένα κομμάτι ψωμί
δε φτάνει μόνο η δουλειά, δικέ μου
Η υπόθεση της Κωνσταντίνας Κούνεβα είναι πια ευρύτερα γνωστή. Μετανάστρια από τη Βουλγαρία, ήρθε στην Ελλάδα , για ν’ αντιμετωπίσει καλύτερα ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε ο γιος της. Τα τελευταία χρόνια δούλευε στην ΟΙΚΟΜΕΤ, μια εταιρία που είχε αναλάβει εργολαβικά τον καθαρισμό των συρμών του ΗΣΑΠ.
Είχε, όμως, κάποιες «ιδιαιτερότητες»: ήταν συνδικαλίστρια, γραμματέας της ΠΕΚΟΠ (Πανελλήνια Ένωση Καθαριστριών και Οικιακού Προσωπικού) και μάλιστα μαχητική και επίμονη. Μιλούσε για τις κατάφορες καταπατήσεις κι αυτής ακόμη της υποτυπώδους εργατικής νομοθεσίας που έχει απομείνει, ενημέρωνε και εμψύχωνε τις συναδέλφους της (δε μιλάμε για συνδικαλισμό στο δημόσιο, αλλά στη ζούγκλα της επισφαλούς εργασίας), διεκδικούσε, δεν εξαγοραζόταν.
Η απάντηση της εργοδοσίας ήταν η απόλυση της μητέρας της (την ίδια δεν μπορούσαν εύκολα να την απολύσουν, αφού ήταν εκλεγμένη συνδικαλίστρια), η μετάθεσή της μακριά από το σπίτι της, δεκάδες εξώδικα και συστάσεις και φυσικά μόνιμα κάποιος επόπτης της εταιρίας πίσω της να παρακολουθεί και να καταγράφει κάθε της κίνηση. Η Κωνσταντίνα δεν «τσίμπησε». Άρχισαν τα απειλητικά τηλεφωνήματα στο σπίτι της. Αυτή ενημέρωσε το σωματείο της και προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τη ΓΣΕΕ. Οι εργατοπατέρες την απέπεμψαν με σκαιό τρόπο, γιατί είχε θεαθεί στη διάρκεια των Δεκεμβριανών στην κατάληψη που πραγματοποίησαν εργαζόμενοι στα γραφεία της συνομοσπονδίας, όπου είχε πάει να ενημερώσει, και καταχωρήθηκε μάλλον ως «ταραχοποιό στοιχείο» (μην ξεχνάμε πως η ΓΣΕΕ εκείνες τις μέρες δεν καταδέχτηκε να προκηρύξει ούτε μια 24ωρη απεργία). Στις 26 του περασμένου Νοέμβρη η Κωνσταντίνα μιλάει στο Ζακί Ντελόρμ, απεσταλμένο του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, στον οποίο εξομολογείται πως δέχεται απειλές για τη ζωή της, λόγω της συνδικαλιστικής της δράσης.
Τα μεσάνυχτα 27 προς 28 Δεκέμβρη, καθώς γύριζε σπίτι της από τη δουλειά, δέχτηκε επίθεση με βιτριόλι στο πρόσωπο. Έχει χάσει το ένα της μάτι, ενώ έχουν καεί οι φωνητικές της χορδές, ο λάρυγγας, ο οισοφάγος και ζωτικά όργανα, αφού την ανάγκασαν να καταπιεί μια ποσότητα από το οξύ. Μέχρι σήμερα νοσηλεύεται στη μονάδα αυξημένης φροντίδας του Ευαγγελισμού.
Μέσα στα σχολεία, δίπλα μας, δουλεύουν καθαρίστριες με όχι και πολύ καλύτερους όρους εργασίας. Πολλές φορές εμείς οι εκπαιδευτικοί περνάμε από δίπλα τους και, απορροφημένοι καθώς είμαστε με τις έγνοιες της τάξης, δε λέμε ούτε καλημέρα. Ή παρατάμε το χαρτί της τυρόπιτας πάνω στα γραφεία μας. Μια απλή καλημέρα κι ένας μικρός κόπος για να πετάξουμε τα σκουπίδια μας σε κάποιο καλάθι δε θ’ αλλάξει τη ζωή αυτών των γυναικών, αλλά θα συμβάλει στο να τονωθεί λιγάκι ο σεβασμός και ο αυτοσεβασμός όλων μας στη σχολική καθημερινότητα.
ΠΗΓΕΣ : Περιοδικό «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, 27/1/09
Περιοδικό “Sarajevo”, Μάρτιος ‘09,
Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 23/1/09
http://pekop.wordpress.com, http://athens.indymedia.org
Άνοιξη 2010, Αντίλογος Νο 13
Βιβλιοπαρουσίαση :
Έλλη Παππά, «Η Κομμούνα του 1871 – Επανάσταση του 21ου αιώνα ;»
Πάνε έξι μήνες που έφυγε από τη ζωή η Έλλη Παππά.
Στο διάστημα αυτό, πέρα από τα αφιερώματα στη ζωή και την πολιτική της δράση δίπλα στον Μπελογιάννη, ελάχιστα έχουν γραφτεί για το συγγραφικό έργο της.
Αντίθετα, αναπτύχθηκε δεόντως μια παραφιλολογία σχετικά με το περιεχόμενο των μαρτυριών, που είχε καταθέσει όσο ζούσε στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, με επιλεκτικές διαρροές αποσπασμάτων που θίγουν πρόσωπα και καταστάσεις του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.
Σε ορισμένες περιπτώσεις εκδηλώθηκαν αντιπαραθέσεις που ελάχιστα διέφεραν από τα ξεκατινιάσματα σε κουτσομπολίστικες μεσημεριανές εκπομπές.
Άδικο για την Έλλη, που, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ήταν ένα ελεύθερο μυαλό με ευρεία μόρφωση και διαλεκτική σκέψη.
Διαβάζοντας τα πολιτικά βιβλία της («Μακιαβέλι ή Μαρξ», «Η Κομμούνα του 1871» κλπ) μπορεί κάποιος να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει μαζί της.
Μπορεί ακόμη και να παραξενευτεί με τις αναγωγές που κάνει στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία εντοπίζοντας αναλογίες με ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα του 19ου και του 20ου αιώνα.
Δεν μπορεί, όμως, να τα προσπεράσει με ελαφρά καρδιά, χωρίς να προβληματιστεί.
Το βιβλίο «Η Κομμούνα του 1871 – Επανάσταση του 21ου αιώνα;» το έγραψε το 1991, χρονιά της κατάρρευσης του καθεστώτος που είχε οικοδομηθεί στην πρώην ΕΣΣΔ μετά την επανάσταση του 1917.
Στον πρόλογο η συγγραφέας εξηγεί γιατί καταπιάνεται με αυτό το θέμα : «…ο νέος πολιτικός λόγος δεν θα μπορέσει ποτέ να «αρθρωθεί» αν δεν προηγηθεί, πρώτο, μια σε βάθος κριτική θεώρηση του παρελθόντος τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη…»
Στο πρώτο μέρος παρουσιάζει αδρά τα γεγονότα που ξετυλίχτηκαν στο επαναστατημένο Παρίσι το δίμηνο από το Μάρτιο ως το Μάιο του 1871.
«Ο αποτυχημένος πόλεμος με τη Γερμανία (και η προδοσία της γαλλικής αστικής τάξης και του βασιλιά), τα βάσανα τον καιρό της πολιορκίας (του Παρισιού), η ανεργία στις γραμμές του προλεταριάτου και η καταστροφή της μικροαστικής τάξης που ήταν δυσαρεστημένη με την κατάστασή της και πολλά άλλα μαζεύτηκαν, με αποτέλεσμα να σπρώξουν τον πληθυσμό του Παρισιού στην επανάσταση της 18ης του Μάρτη, που παρέδωσε απροσδόκητα την εξουσία στα χέρια της εθνοφρουράς, της εργατικής τάξης και της μικροαστικής τάξης που είχε προσχωρήσει σ΄ αυτήν».
Η εθνοφρουρά- «ο ένοπλος λαός»- δεν θα καταδιώξει τις δυνάμεις του Θιέρσου, του αντιδραστικού προέδρου , θα του επιτρέψει να ανασυνταχθεί στις Βερσαλλίες και, να επανέλθει δριμύτερος (κι αυτό ήταν ίσως το μοιραίο λάθος). Αντί να καταδιώξει τον εχθρό, η Κομμούνα θα προτιμήσει να διεξάγει ελεύθερες και καθολικές εκλογές (όπου θα συμμετέχουν ακόμη και αντίπαλοί της).
Αμέσως μετά η εθνοφρουρά θα παραδώσει την εξουσία στα νεοεκλεγέντα συμβούλια των διαμερισμάτων του Παρισιού που αποτελούνταν από αιρετούς και άμεσα ανακλητούς εκπροσώπους που λογοδοτούσαν στις λαϊκές συνελεύσεις.
«Έτσι η Κομμούνα», σημειώνει η Έλλη Παππά, «που καταργεί το χωρισμό των εξουσιών, όπως τον καθόρισε η πολιτική σκέψη του 18ου αιώνα και κατοχυρώθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση, εισάγει έναν άλλο χωρισμό: η καθαρά κυβερνητική εξουσία χωρίζεται από το ένοπλο τμήμα της, έστω και αν αυτό είναι ο ένοπλος λαός με εκλεγμένους αξιωματικούς, βάζοντας μ΄ αυτό τον τρόπο φραγμό σε κάθε κίνδυνο αναβίωσης του μιλιταρισμού και κάθε τάσης βοναπαρτισμού».
Το πρωί της 18ης Μαρτίου του 1871 ο λαός του Παρισιού αντιμετώπιζε το αμείλικτο ερώτημα : Ποια εξουσία ταιριάζει στη λαϊκή επανάσταση;
Η απάντηση που έδωσε η Κομμούνα ήταν «η εξουσία που αρνείται τον εαυτό της», η κατάργηση (ή τουλάχιστον η άμβλυνση) από την πρώτη στιγμή της διάκρισης ανάμεσα σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, σε διευθύνοντες και διευθυνόμενους ή όπως θα λέγαμε σήμερα σε βάση και ηγεσία. Η Κομμούνα υπέκυψε τελικά και πνίγηκε στο αίμα από τα ανασυνταγμένα στρατεύματα του Θιέρσου (σε αγαστή συνεργασία με τους Πρώσους κατακτητές). Άφησε όμως σαν παρακαταθήκη το ερώτημα αν ένας λαός μπορεί να αυτοκυβερνηθεί χωρίς διαμεσολαβήσεις και χωρίς να ξεπέσει στην αναβίωση γραφειοκρατικών και εξουσιαστικών δομών.
Στη συνέχεια του βιβλίου της η Παππά κάνει μια αναδρομή στα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα του 19ου αιώνα αντιπαραθέτοντας τον Μαρξ απέναντι στους μπλανκιστές, στον Μπακούνιν και το Νετσάγεφ. Αποδομεί αντιλήψεις σχετικά με «πεφωτισμένες» μειοψηφικές πρωτοπορίες που απεργάζονται «επαναστατικά» σχέδια ερήμην του λαού, σεχταριστικές λογικές και μηδενιστικές θεωρίες του χάους που, υποτίθεται, θα σπρώξουν το λαό στην εξέγερση.
Στη μακιαβελική λογική ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, προτάσσει την άποψη που λέει πως ο σκοπός εμπεριέχεται στα μέσα που χρησιμοποιεί ένα κίνημα, πολύ περισσότερο όταν αυτό επιδιώκει έναν κόσμο ελευθερίας και ισότητας.
Η Παππά προσπαθεί να ανιχνεύσει τις επιδράσεις όλων αυτών των απόψεων στο τριτοδιεθνιστικό κομμουνιστικό κίνημα που γεννήθηκε μετά την επικράτηση του σταλινισμού και επισκίασε ολόκληρο τον 20ο αιώνα.
Ψηλαφεί τις διεργασίες που προκάλεσαν το σφετερισμό, την απονεύρωση και τελικά τη μετάλλαξη των ιδεών του Μαρξ σε κλειστό και άκαμπτο σύστημα, σε «πολιτική θρησκεία» με «το ιερατείο της, τους ιεραποστόλους της, τους εξηγητές και τους απολογητές της, την ορθοδοξία και τις αιρέσεις της», σύμφωνα με τα λόγια της ίδιας στον πρόλογο του βιβλίου της.
Η Παππά δεν πετάει, όμως, το μωρό μαζί με τα απόνερα.
Δεν μένει σε αφορισμούς και αναζήτηση υπαιτίων που ευθύνονται για την πτώση από ένα χαμένο «παράδεισο».
Ούτε διατείνεται βέβαια πως έχει όλες τις απαντήσεις.
Κλείνει το βιβλίο της ακριβώς όπως το άρχισε, με ένα ερωτηματικό : «Αν οι επαναστάσεις του 20ου αιώνα έφερναν τόσα πολλά στοιχεία από τις αστικές επαναστάσεις και τις ιδέες του 19ου αιώνα, κι αν η Κομμούνα του 1871 ήταν η μόνη επανάσταση που ανήκε, ουσιαστικά και όχι χρονολογικά, στον 20ο αιώνα κι ο αιώνας αυτός την αρνήθηκε, τότε μπορούμε να ελπίζουμε πως η Κομμούνα θα είναι το σημείο εκκίνησης των επαναστάσεων του 21ου αιώνα ;»
Επιστρέφουμε από μια ακόμα διαδήλωση στο κέντρο. Περισυλλογή και προβληματισμός.
Ο Σάββας μας λέει : «Αισθάνομαι όπως σ΄ εκείνο το ποίημα του Λειβαδίτη. Σαν να είμαστε στο καφενείο και να περιμένουμε κάτι. Κάποιον να μας δώσει το σύνθημα. Αυτός ο κάποιος δεν έρχεται όμως ποτέ. Το θυμάστε ποιο ποίημα σας λέω;»
Δεν το θυμόμασταν. Το βράδυ μας το έστειλε με μέηλ.
Η εξέγερση
Ο ρόλος μου σ’ αυτήν την τρομερή υπόθεση,
που τόση σύγχυση
έμελλε να προκαλέσει,
ήταν να σηκώσω το μεγάλο καθρέφτη –
μυστήριο,
τι μπορεί να χρησιμέψει ένας καθρέπτης σε τέτοιες στιγμές –
ύστερα κάποιος θα ‘δινε το σύνθημα και θ’ άρχιζε η εξέγερση,
αλλά
ποιος θα ‘δινε το σύνθημα ;
άλλοι έλεγαν
ο φύλακας του πάρκου,
άλλοι
ο αντικρινός φαρμακοποιός
κι άλλοι
αυτός ο άγνωστος που
περνούσε τ’ απογέματα με το μαύρο καπέλο,
αλλά τι σημασία έχει το ποιος,
άλλοι κάνουν τις εξεγέρσεις κι ας μην τους θυμάται η Ιστορία –
αλλά και ποιο θα ήταν το σύνθημα;
άλλοι επέμεναν στη λέξη «χίμαιρα»,
άλλοι στη λέξη «αθώος»,
πολλοί έδειχναν το μεγάλο εκκρεμές της πόλης
που είχε από χρόνια σταματήσει,
αν έμπαινε άξαφνα μπροστά αυτό θα
ήταν το σημάδι,
άλλοι πάλι κάθονταν στα καφενεία κι ισχυρίζονταν πως
θα τους ειδοποιήσουν εν καιρώ.
Κάντε το πρώτο σχόλιο