Κριτική στο σχέδιο του Υπ. Παιδείας για την «Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου της Σχολικής Μονάδας – Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης».
Του Γιώργου Κ. Καββαδία
1.Έννοια και στόχοι της αξιολόγησης
Στο πρόσφατο σχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για την «Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου της Σχολικής Μονάδας – Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης», όπως δημοσιοποιήθηκε από το alfavita. gr στο άρθρο 1 αναφέρεται: «Σκοπός της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου (ΑΕΕ) είναι η βελτίωση και η ποιοτική αναβάθμιση όλων των διαστάσεων και των παραγόντων της εκπαιδευτικής διαδικασίας. … η ενίσχυση της συνεργασίας και της συμμετοχής μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας, …με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου στο χώρο του σχολείου.» Επίσης ότι «η αξιολόγηση αποτελεί μια διαδικασία κινητοποίησης όλων των παραγόντων της εκπαιδευτικής κοινότητας για την ανάπτυξη δράσεων με στόχο την βελτίωση της ποιότητας της διδασκαλίας και της μάθησης, την ισόρροπη και ολόπλευρη ανάπτυξη των μαθητών, την ενίσχυση της ισότητας και την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την καταπολέμηση των διακρίσεων και του αποκλεισμού και το άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία».
Αγιογραφικές διακηρύξεις, γενικολογίες που δεν έχουν απολύτως καμιά σχέση με την εκπαιδευτική και κοινωνική πραγματικότητα. Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση εμφανίζεται ως αθώα», αναγκαία, ουδέτερη» και επιστημονική διαδικασία. Η αλήθεια, όμως είναι ότι εγγράφεται σε συγκεκριμένες σχέσεις εξουσίας, όπως διαμορφώνονται στην κοινωνία και την εκπαίδευση. Έτσι η σχεδιαζόμενη διαδικασία αξιολόγησης των εκπαιδευτικών καταλήγει να είναι στα συγκεκριμένα σχολικά πλαίσια ένα μέσο πίεσης και ελέγχου του τρόπου εργασίας και λειτουργίας τους. Γενικότερα η αξιολόγηση έρχεται να μετρήσει και συνεπώς να επιβάλει την εξυπηρέτηση των βασικών σκοπών της εκπαίδευσης, και συνακόλουθα των ιδεολογικών λειτουργιών του σχολείου, όσον αφορά το ρόλο των εκπαιδευτικών. Oι μηχανισμοί ελέγχου μαθητών και εκπαιδευτικών ή η αξιολόγηση, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, δε λειτουργούν αυτόνομα, αλλά συνδέονται, προσδιορίζονται από το υφιστάμενο εκπαιδευτικό και κοινωνικό σύστημα. Mε άλλα λόγια, η κατ’ ευφημισμόν αξιολόγηση αποτελεί το μέσο για να επιτελέσει το σχολείο το διπλό του ρόλο: (α) τη διευρυμένη αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων και (β) την εγχάραξη της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Από το όλο εγχείρημα της «βελτιωτικής» αξιολόγησης και της αυτοαξιολόγησης απουσιάζουν δύο βασικά στοιχεία προβληματισμού: ότι το σχολείο δεν λειτουργεί για το «κοινό καλό», αλλά στον καπιταλισμό έχει μια έντονη επιλεκτική λειτουργία και εκ των προτέρων δεν μπορούν να πάνε όλοι καλά στο σχολείο και ότι η σχολική γνώση δεν είναι «ουδέτερη» καθώς εγγράφει συγκεκριμένες ιδεολογικές επιλογές των πολιτικά κυριάρχων ομάδων και τάξεων. Από τη συζήτηση της αυτοαξιολόγησης εξοβελίζεται το ερώτημα του «ποιος έχει την εξουσία» στην εκπαίδευση και την κοινωνία, ποιος καθορίζει τα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία, ποιος οργανώνει τις εξετάσεις, ποιος φτιάχνει την εκπαιδευτική νομοθεσία, ποια είναι η συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε όλα αυτά.
Σε ένα συγκεντρωτικό ή «αποκεντρωμένα» συγκεντρωτικό και αυστηρά ιεραρχικό εκπαίδευτικό σύστημα δεν υπάρχει «κακή» ή «καλή»αξιολόγηση, αξιολόγηση που «βοηθάει»και αξιολόγηση που «δεν βοηθάει». Δεν μπορεί παρά να είναι ιεραρχική, συμμορφωτική που συμπυκνώνει την ανισότητα και την αυταρχική επιβολή των κυρίαρχων τάξεων και στρωμάτων. Συνιστά κεντρικό μηχανισμό της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και είναι σήμερα το σημαντικότερο διακύβευμα στην εκπαίδευση.
2.Η αξιολόγηση και το νέο μισθολόγιο
Από το 1982 που καταργήθηκε ο θεσμός του επιθεωρητή και αντικαταστάθηκε με αυτόν του Σχολικού Συμβούλου, έχουν ψηφιστεί 6 νόμοι (1304/82, 1566/85, 2043/92, 2525/97, 2986/2002, 3848/2010) και έχουν εκδοθεί μερικά Προεδρικά Διατάγματα με αναφορές στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Δεν εφαρμόστηκε ποτέ τίποτα, εκτός από τον τελευταίο νόμο του 2010 όπου η αυτο-αξιολόγηση της σχολικής μονάδας βρίσκεται σε πιλοτική φάση. Ακόμα και όταν η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είχε μετεξελιχτεί στους προηγούμενους νόμους σε αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, δεν έτυχε εφαρμογής.
Mε τον πρόσφατο νόμο(4024/11) για το μισθολόγιο – βαθμολόγιο, μισθολόγιο στο Δημόσιο Τομέα, με το οποίο επιχειρήθηκε , με βάση τους σχεδιασμούς κυβέρνησης ΠΑ.ΣΟ.Κ και Τρόικας, η εξαθλίωση των εργαζομένων του Δημοσίου, θέτει ως βασικότερη παράμετρο της μισθολογικής και βαθμολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων την αξιολόγηση.
Νέο μισθολόγιο-φτωχολόγιο με ακόμα μεγαλύτερες μειώσεις των αποδοχών των εκπαιδευτικών που ξεπερνούν ακόμα και το 40% φτάνοντας πολύ κάτω από τα όρια φτώχειας. Βαθμολόγιο που συνδέει ξανά μετά από πολλά χρόνια το μισθό με το βαθμό και την εκπλήρωση των «στόχων» κάθε υπηρεσίας και μια σκληρή αξιολόγηση – χειραγώγηση. Ακόμα όμως και αν περάσει κάποιος αυτούς τους σκοπέλους θα συναντήσει το φραγμό των ποσοστών από τον ένα βαθμό στον άλλο. Για παράδειγμα από τον Β στον Α βαθμό προχωρεί μόνο το 30% αυτών που συμπληρώνουν τα προσόντα του νόμου!
3.Αξιολόγηση και δημόσιος τομέας.
Οι στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου σήμερα για τον δημόσιο τομέα έχουν να κάνουν:
Από τη μια μ’ έναν μικρότερο σε μέγεθος δημόσιο τομέα και φθηνότερο , με ανοιχτή εκχώρηση πολλών λειτουργιών του στο ιδιωτικό κεφάλαιο και με την εξάλειψη και των τελευταίων υπολειμμάτων του υποτυπώδους κράτους πρόνοιας που υπήρξε στην Ελλάδα. Η αποδόμηση του κράτους πρόνοιας συμβαδίζει με την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αγαθών, την κονιορτοποίηση βασικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων και τη δραματική υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των εργαζομένων. Από την άλλη με τη διαμόρφωση ενός πειθαρχημένου εργατικού δυναμικού, ιδεολογικά και πολιτικά υποταγμένου στις απαιτήσεις της κρατικής εξουσίας το οποίο, αν καταφέρει να ξεφύγει από τη μέγγενη της εργασιακής εφεδρείας και των απολύσεων θα βρίσκεται κάτω από ένα μόνιμο καθεστώς φτώχειας, εργασιακής περιπλάνησης και εργασιακού αυταρχισμού.
Ας αποτινάξουμε τη σκουριά των ψευδαισθήσεων. Σε καθεστώς μνημονίων, η αξιολόγηση μόνο ως διαδικασία νομιμοποίησης απολύσεων και στασιμότητας των εκπαιδευτικών μπορεί να λειτουργήσει. Σε αυτό το επιτελικό κράτος των περικοπών,των συγχωνεύσεων και της ιδιωτικοποίησης, η αξιολόγηση είναι ο κεντρικός μηχανισμός για την υπονόμευση της μονιμότητας, την τρομοκράτηση των εργαζομένων και την προοπτική των μαζικών απολύσεων. Πάνω από 150.000 δημόσιοι υπάλληλοι θα απολυθούν μέχρι το 2015. Στο χέρι, όμως, των εργαζομένων είναι να μην επιτρέψουν να υλοποιηθούν τέτοιοι σχεδιασμοί. Άλλωστε 30 και πλέον χρόνια οι αντιστάσεις των εκπαιδευτικών έπαιξαν καθοριστικό ρόλο να μην υλοποιηθούν τα σχέδια και τα θεσμικά μέτρα των εκάστοτε κυβερνήσεων για την αξιολόγηση.
4. Ο Ο.Ο.Σ.Α. και το μοντέλο αξιολόγησης για την Ελλάδα
Μπορεί το συγκεκριμένο σχέδιο του ΥΠΔΒΜΘ να μην περιγράφει με λεπτομέρειες πώς θα γίνεται η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αφού θα ακολουθήσουν πολλά σχέδια νόμων και Π.Δ. , όμως είναι φανερό ότι υλοποιούνται οι σχεδιασμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ο.ΟΣ.Α. Με την πρόσφατη έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α προτείνεται ένα τέτοιο μοντέλο αξιολόγησης και για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ένα ενιαίο σύστημα αξιολόγησης που θα στηρίζεται σε δύο πυλώνες, την αυτοαξιολόγηση και τον εξωτερικό έλεγχο. Η διαδικασία της αξιολόγησης πρέπει να συνδεθεί με τα αποτελέσματα μάθησης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η έκθεση. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω ενός τυποποιημένου σε εθνικό επίπεδο εξετάσεων από τ’ αποτελέσματα της οποίας θα εξαρτάται η δημόσια κατάταξη των σχολικών μονάδων μέσω της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων και η εργασιακή και μισθολογική κατάσταση των εκπαιδευτικών, όπως εφαρμόζεται σε πολλές καπιταλιστικές χώρες.
Η βίαιη αναδιάρθρωση του κράτους και της εκπαίδευσης έχει ως βασικά της όπλα την αξιολόγηση, τον μετασχηματισμό του ρόλου της διοίκησης και την αλλαγή του τρόπου χρηματοδότησης των διαφόρων δημόσιων οργανισμών. Σε αυτή τη θεσμική διάρθρωση, το κεντρικό κράτος προσδιορίζει τους γενικούς στόχους του αναλυτικού προγράμματος και αξιολογεί και κατηγοριοποιεί τα σχολεία σε «πετυχημένα» και «αποτυχημένα», έτσι ώστε να διασφαλίσει την επιλογή από πληροφορημένους γονείς και μ’ αυτό τον τρόπο να προσανατολίσει τη δημόσια χρηματοδότηση προς την «υψηλή εκπαιδευτική απόδοση». Το σχολείο στα πλαίσια αυτών των πολιτικών θεωρείται ως μια αυτόνομη οργανωτικά μονάδα που χαράσσει από μόνη της την πολιτική της και εξασφαλίζει τη χρηματοδότησή της. Η εφαρμογή του προϋποθέτει τον μετασχηματισμό του ρόλου του διευθυντή από τον παραδοσιακό διοικητικό προϊστάμενο, ιμάντα των επιλογών της κρατικής εξουσίας στο σχολείο , όπως ήταν μέχρι σήμερα, σε οικονομικό μάνατζερ – διαχειριστή της λειτουργίας του σχολείου.
Από εκεί και πέρα είναι ευθύνη των τοπικών εκπαιδευτικών αρχών ή των ίδιων των σχολικών μονάδων το πώς θα πετύχουν αυτούς τους κεντρικά επιβαλλόμενους στόχους μάθησης. Συνεπώς, τα σχολεία ανταγωνίζονται μεταξύ τους τόσο ως προς το βαθμό συμμόρφωσής τους προς τους κρατικούς ορισμούς της «αποτελεσματικής εκπαίδευσης», όσο και ως προς την ικανότητά τους να διατηρήσουν το επίπεδο των σχολικών τους εγγραφών. Το σκηνικό αυτό συμπληρώνει ένα θεσμοθετημένο σε εθνικό επίπεδο σύστημα αξιολόγησης και κατάταξης των σχολείων με βάση προκαθορισμένα κριτήρια – στόχους. Ο βαθμός ανταπόκρισης των σχολείων στα συγκεκριμένα αυτά κριτήρια τα τοποθετεί σε ιεραρχική κλίμακα και οδηγεί στο διαχωρισμό τους σε «καλά» και «κακά». Με βάση τη συγκεκριμένη θέση κατάταξης που αποκτούν τα σχολεία παίρνουν και την ανάλογη χρηματοδότηση. Παράλληλα η μισθοδοσία των εκπαιδευτικών συνδέεται με τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Τα παιδιά της εργατικής τάξης στο σύστημα των σχολικών αγορών αποτελούν στην πραγματικότητα πρόβλημα για τα σχολεία τόσο γιατί είναι πιο πιθανόν να αποτύχουν, με συνέπεια η σχολική μονάδα να βρεθεί σε καθεστώς αρνητικής αξιολόγησης από το κράτος, όσο και γιατί η εκπαίδευσή τους συχνά κοστίζει περισσότερο, καθώς συνοδεύεται από ένα σύνολο αντισταθμιστικών εκπαιδευτικών δράσεων και επιπρόσθετου εκπαιδευτικού προσωπικού που απορροφούν ένα μεγάλο μέρος του σχολικού προϋπολογισμού σε συνθήκες περιορισμένων πόρων και ενδεχόμενα χαμηλών εγγραφών. Άρα δεν οδηγούμαστε σε μια γενίκευση των «αποτελεσματικών μορφών εκπαίδευσης» και των «πετυχημένων» σχολείων, διαμέσου του αόρατου χεριού της αγοράς, αλλά στην ταξική κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων και των μαθητών που τις παρακολουθούν και παράλληλα στη μεταφορά πόρων και εκπαιδευτικού προσωπικού από τα σχολεία εργατικών περιοχών προς αντίστοιχα αστικών ή μεσοαστικών.
Ένας μεγάλος αριθμός σχολείων υιοθετεί ως συνέπεια μια στρατηγική που οι Gewirtzet al. ονομάζουν «στρατηγική αφρόκρεμας», όπου τα σχολεία επιζητούν να επιλέξουν τα πιο «ικανά» παιδιά, τα οποία κατά πλειοψηφία είναι λευκά και μεσοαστικής προέλευσης, γιατί θεωρούν ότι αυτά τα παιδιά έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να πετύχουν. Αντίστοιχα, τα παιδιά της εργατικής τάξης περιορίζονται σε σχολεία υποχρηματοδοτούμενα, με ελλιπή εκπαιδευτικό προσωπικό και με το στίγμα της «αποτυχίας», η οποία μετατοπίζεται στα ίδια τα παιδιά, στους γονείς τους και στο εκπαιδευτικό προσωπικό αυτών των σχολείων.
5.Οι δείκτες ποιότητας. Το σχολείο ως «μηχανή» αποτελεσμάτων.
Από το σχέδιο νόμου το πλαίσιο της «αξιολόγησης εκπαιδευτικού έργου» χωρίζεται σε επτά τομείς και σε κάθε τομέα αντιστοιχούν δείκτες οι οποίοι συνολικά είναι 15 σύμφωνα με τα πρότυπα της Ε.Ε.
Το Πλαίσιο της ΑΕΕ είναι το ακόλουθο:
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Κοινωνικά και Πολιτισμικά χαρακτηριστικά των μαθητών και του σχολείου |
Α. ΔΕΔΟΜΕΝΑ |
||
Τομείς |
Δείκτες |
|
1. Μέσα και Πόροι | 1.1. Σχολικός χώρος, υλικοτεχνική υποδομή και οικονομικοί πόροι | |
1.2. Στελέχωση σχολείου | ||
Β. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ |
||
Τομείς |
Δείκτες |
|
2. Ηγεσία, Διοίκηση και Οργάνωση του Σχολείου | 2.1.Οργάνωση και συντονισμός της σχολικής ζωής | |
2.2.Διαχείριση και αξιοποίηση μέσων και πόρων | ||
2.3.Αξιοποίηση, υποστήριξη και ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού | ||
3. Διδασκαλία και Μάθηση | 3.1. Ανάπτυξη και εφαρμογή διδακτικών πρακτικών | |
3.2.Ανάπτυξη και εφαρμογή παιδαγωγικών πρακτικών και πρακτικών αξιολόγησης των μαθητών | ||
4. Κλίμα και Σχέσεις στο Σχολείο | 4.1.Σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών-μαθητών και μεταξύ των μαθητών | |
4.2.Σχέσεις του σχολείου με γονείς και συνεργασίες με εκπαιδευτικούς – κοινωνικούς φορείς | ||
5. Προγράμματα, Παρεμβάσεις και Δράσεις Βελτίωσης | 5.1.Εκπαιδευτικά προγράμματα και καινοτομίες, υποστηρικτικές και αντισταθμιστικές παρεμβάσεις | |
5.2. Ανάπτυξη και εφαρμογή σχεδίων δράσης για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου | ||
Γ. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ |
||
Τομείς |
Δείκτες |
|
6. Εκπαιδευτικά Αποτελέσματα | 6.1.Φοίτηση και διαρροή των μαθητών | |
6.2.Επιτεύγματα και πρόοδος των μαθητών | ||
6.3.Ατομική και κοινωνική ανάπτυξη των μαθητών | ||
7. Αποτελέσματα του Σχολείου | 7.1. Επίτευξη των στόχων του σχολείου |
Ο προσδιορισμός των «δεικτών ποιότητας» για την ποιότητα της σχολικής εκπαίδευσης» είναι προϊόν μιας τεχνοκρατικής και ακραίας οικονομίστικης αντίληψης για την εκπαίδευση. Κάτω από την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού σχεδιάζεται και υλοποιείται μια εκπαιδευτική πολιτική σε πανευρωπαϊκό επίπεδο που επιδιώκει να «βιομηχανοποιήσει» το σχολείο προσδίδοντάς του τα βασικά χαρακτηριστικά μιας ανταγωνιστικής επιχείρησης. Οι επιδόσεις των υποκειμένων και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων χρησιμοποιούνται ως μονάδες μέτρησης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Η λογική αυτή οδηγεί στην εφαρμογή μοντέλων αξιολόγησης και ελέγχου με «πιστοποιητικά ποιότητας» σύμφωνα με τα πρότυπα της βιομηχανίας και του εμπορίου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ορισμένων σχολείων της Μ. Βρετανίας που χρησιμοποιούν το διεθνές εμποροβιομηχανικό πρότυπο ISO 9000 ως πιστοποιητικό ποιότητας για την ικανοποίηση των μαθητών και των γονέων που αντιμετωπίζονται ως «καταναλωτές – πελάτες». Μέσα, λοιπόν, στη σημερινή πραγματικότητα, ο επίσημος λόγος περί επίδοσης-απόδοσης, αποτελεσματικότητας και ανταγωνιστικότητας επιδιώκει να επικυρωθούν ως αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία της προσωπικότητας και νοητικές λειτουργίες των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η διδακτική ή μαθησιακή ικανότητα, η πνευματική και επιστημονική συγκρότηση, η ικανότητα επικοινωνίας και ο τρόπος συμπεριφοράς, οι ιδέες, η φαντασία, η πρωτοβουλία κ.ά. Όμως αυτή η μέτρηση των ανθρώπινων διανοητικών λειτουργιών γίνεται με βάση τις αρχές και τους στόχους του σχολείου της αγοράς. Με άλλα λόγια, η αγορά διεισδύει παντού: «γνώση που δεν πουλάει δεν είναι γνώση», «ικανότητες που δεν εμπορευματοποιούνται δεν είναι ικανότητες», κι αφού το σχολείο «παράγει» ικανότητες, μπορεί κι αυτό να αλωθεί από τους νόμους της αγοράς .
Τι μας λέει συγκεκριμένα το Υπουργείο Παιδείας; Εφόσον οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι δεν επιτρέπουν (και το γνωρίζουμε καλά αυτό) πχ τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξη της σχολικής ζωής, υπάρχουν και άλλες πηγές που μπορούν να εξασφαλίσουν έσοδα στη σχολική μονάδα: Νάσου ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων, δηλαδή οι ίδιες οι οικογένειες των μαθητών! «Βγάλτε το ψωμί σας μόνοι σας» αυτό είναι το σύνθημα – οδηγός που υπονοεί το Υπουργείο για τη σχολική μονάδα.
Άλλο παράδειγμα: «Τομείς που αφορούν τα Εκπαιδευτικά Αποτελέσματα (φοίτηση, επίδοση, διαρροή, ατομική-συναισθηματική-κοινωνική ανάπτυξη μαθητών, κλπ)…. Αναλυτική παρουσίαση των επιδόσεων των μαθητών κατά μάθημα, τάξη, τμήμα και φύλο… Ποσοστό (%) των μαθητών κατά φύλο, τάξη και συνολικά σχετικά με τη φοίτηση, τις μετεγγραφές από και προς το σχολείο… Οι μαθητές λυκείων σημειώνουν υψηλά ποσοστά επιτυχίας στις εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια Εκπαίδευση… Αξιολογείται η ικανότητα της σχολικής μονάδας για συνεχή βελτίωση της φοίτησης των μαθητών, της συμπεριφοράς των μαθητών, των επιδόσεων των μαθητών…».
Είναι φανερό ότι οι επιδόσεις των μαθητών θα αποτελέσουν κριτήριο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Στο νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους σε προσωποποιημένα τεστ και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων. Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι από την επίσημη αξιολόγηση ουσιαστικά «αγνοούνται» ή καταγράφονται τυπικά οι αμέτρητοι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που επηρεάζουν και συνδιαμορφώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και το εκπαιδευτικό έργο. Κοινωνική προέλευση, οικογενειακή κατάσταση, συνθήκες διαβίωσης και κατοικίας, υλικοτεχνική υποδομή σχολείου, τύπος εξετάσεων, σχολικά βιβλία, εκπαιδευτικό κλίμα, παιδαγωγικές μέθοδοι, τα πάντα γίνονται καπνός. «Αγνοούνται» οι κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες που διαμορφώνουν αντίξοες συνθήκες για την εκπαίδευση των μαθητών από τα ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα. Παραλείπονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες που οδηγούν στον Καιάδα της εγκατάλειψης του σχολείου και του αναλφαβητισμού.
5.Η αντίσταση στην « αξιολόγηση» και τα αιτήματά μας
Είναι επιτακτική ανάγκη η αγωνιστική διεκδίκηση αιτημάτων που συμβάλλουν στην κατοχύρωση και διεύρυνση των εργασιακών και πνευματικών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, έτσι που να μπορούν να επεμβαίνουν και να συμμετέχουν –ατομικά και συλλογικά- στη λειτουργία του σχολείου ως ενεργά υποκείμενα. Γενικότερα μπορούν και πρέπει να επεμβαίνουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, να έχουν άποψη για το περιεχόμενο των γνώσεων και των μεθόδων διδασκαλίας (τι και πώς θα διδαχθεί), αμφισβητώντας το ρόλο του πειθήνιου αλλοτριωμένου δημόσιου υπαλλήλου που λειτουργεί ως ιμάντας μεταβίβασης της κυρίαρχης ιδεολογίας και διαμεσολαβητής της κοινωνικής επιλογής των μαθητών.
Στις σημερινές συνθήκες, λοιπόν, που ξεδιπλώνεται η επίθεση εναντίον της δημόσια εκπαίδευσης είναι αναγκαίος ο σαφής προσανατολισμός του εκπαιδευτικού κινήματος για την υπεράσπιση του δωρεάν χαρακτήρα της και την προώθηση συγκεκριμένων αιτημάτων που επανειλημμένα έχουν διατυπωθεί, έτσι ώστε να ξεπεραστεί η άθλια κατάσταση του σημερινού σχολείου. Όλα τα παιδιά μέχρι τα 18 πρέπει να μορφώνονται και να μη δουλεύουν. Είναι αναγκαία η πρόσβαση σε ένα ενιαίο 12χρονο, δημόσιο και δωρεάν σχολείο.
Οι κυρίαρχοι μύθοι του κράτους και της αστικής ιδεολογίας γύρω από τον κοινωνικό ρόλο της αξιολόγησης στην εκπαίδευση σήμερα ξεγυμνώνονται και αποδεικνύονται «αδειανό πουκάμισο». Η αξιολόγηση όχι μόνο δεν έρχεται να συμβάλλει στη στήριξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας , όπως διατείνονται οι κρατικοί μύθοι αλλά την υπονομεύει ανοιχτά. Αποτελεί βασικό εργαλείο για τη συρρίκνωση του σχολικού δικτύου , την κατηγοριοποίηση των σχολείων σε «καλά» και «κακά», την ταξική διαφοροποίηση του μαθητικού πληθυσμού και την ένταση της ιδεολογικής και επιλεκτικής λειτουργίας της εκπαίδευσης.
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και οι καπιταλιστικού τύπου αναδιαρθρώσεις που εφαρμόστηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο , με προεξάρχουσες χώρες τις Η.Π.Α και τη Μ. Βρετανία , ενίσχυσαν όλες αυτές τις κατευθύνσεις και υπονόμευσαν τη θέση των εκπαιδευτικών και των μαθητών των λαϊκών στρωμάτων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Στο αγοραίο μοντέλο η εκπαίδευση μετατρέπεται σε μια επιχείρηση και λειτουργώντας κάτω από καθεστώς ανταγωνισμού, απαιτεί ουσιαστικά από τους μαθητές μέσα από τις επιδόσεις τους στα εθνικού επιπέδου τεστ αξιολόγησης να στηρίξουν την καλή φήμη του σχολείου στην εκπαιδευτική αγορά και την κατάταξη του σε υψηλές θέσεις του πίνακα εθνικής αξιολόγησης. Από την κατάταξη αυτή εξαρτάται η χρηματοδότηση του σχολείου και άρα η επιβίωσή του.
Ως κίνημα δεν μπορεί να έχουμε διαφωνίες που αφορούν επιμέρους και δευτερεύοντα θέματα για την εφαρμογή, τις τεχνικές, τις επιστημονικές εκδοχές ή τα πρόσωπα που υλοποιούν την αξιολόγηση. Χωρίς ψευδαισθήσεις για το ρόλο της αξιολόγησης οικοδομούμε μέτωπο αντίστασης –απόρριψης της αξιολόγησης. Να πάρουμε συλλογικές αποφάσεις κάλυψης, ώστε με αποφάσεις του συλλόγου διδασκόντων κανένα σχολείο να μη συμμετέχει σε προγράμματα αυτοαξιολόγησης και αξιολόγησης. Δεν αναγνωρίζουμε το ρόλο του επιθεωρητή-μάνατζερ-τιμωρού για τους νέους διευθυντές και παλεύουμε για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της παιδαγωγικής ελευθερίας στο σχολείο.
Oι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε δικαίωμα να αντισταθούν στον ασφυκτικό έλεγχο του νεο-επιθεωρητισμού, όπως διανθίζεται με τα μέτρα και τους δείκτες σύμφωνα με τα πρότυπα της «ελεύθερης αγοράς». Γιατί «ο δάσκαλος που θα υποχρεωθεί να καταπνίξει τη σκέψη του θα γίνει διπλά σκλάβος ή θα καταντήσει ένας ψυχικά ανάπηρος άνθρωπος, ανίκανος να μορφώσει άλλους» (Δ. Γληνός). Παράλληλα μπορούν και πρέπει να συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός μορφωτικού κοινωνικού κινήματος που θα διεκδικεί έναν «άλλο» ρόλο για τον εκπαιδευτικό και την εκπαίδευση.
ΣHMEIΩΣEIΣ – BIBΛIOΓPAΦIA
Kαββαδίας K. Γιώργος, Aξιολόγηση των Eκπαιδευτικών ή το άλλοθι για την υπηρεσιακή και ιδεολογική του συμμόρφωση, περ. Aντιτετράδια της Eκπαίδευσης, τ. 19.
Tζίφας Aπόστολος, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, περ. Σύγχρονη εκπαίδευση, τ. 34, Αθήνα 1990.
Mαυρογιώργος Γιώργος, Eκπαιδευτικοί και Aξιολόγηση, Σύγχρονη Eκπαίδευση, Aθήνα 1992.
Παπακωνσταντίνου Παναγιώτης, Aξιολόγηση και σχολική δυναμική Kίνηση Eκπαιδευτικών στο «Δ. Γληνός», H αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, Διογένης, Aθήνα 1986.
Mαυρογιώργος Γιώργος, «Aξιολόγηση του Eκπαιδευτικού»: Γραφειοκρατική συμμόρφωση μετασχηματιστική παρέμβαση, Σύγχρονη Eκπαίδευση, τ. 15, 1984.
Kαββαδίας K. Γιώργος, Aξιολόγηση: Aπό τους μύθους στην πραγματικότητα, Eκπαιδευτική Πρόοδος, έκδοση του Συλλόγου Eκπαιδευτικών Π.E. Πειραιά, τ. 11, Άνοιξη ’99.
Nούτσος Χαράλαμπος, Iδεολογία και εκπαιδευτική πολιτική, Θεμέλιο, Aθήνα 1986.
Παπακωνσταντίνου Παναγιώτης, Eκπαιδευτικό έργο και αξιολόγηση στο σχολείο. Έφραση, Aθήνα 1993.
Χρήστος Κάτσικας – Γιώργος Κ. Καββαδίας, Η Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση,ποιος, ποιον και γιατί. Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2002
Χρήστος Κάτσικας, Κώστας Θεριανός, Θανάσης Τσιριγώτης, Γιώργος Κ. Καββαδίας, Η αξιολόγηση στην Εκπαίδευση. Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2007
Χρήστος Κάτσικας, Θανάσης Τσιριγώτης, Αγγελική Φατούρου, Ξεσκονίζουν την αξιολόγηση για νομιμοποιήσουν τις μετακινήσεις και τις απολύσεις εκπαιδευτικών, περ. Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τ. 100, χειμώνας 2012.
Χρήστος Ρέππας, Αξιολόγηση, διοικητική αναδιάρθρωση και αγορά: Το νέο σκηνικό της νεοφιλελεύθερης επίθεσης στη δημόσια εκπαίδευση, Alfavita.gr
Γιώργος Καλημερίδης, Κράτος αγορά και η εκπαίδευση. Η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική αναδιάρθρωση του σχολείου: Βρετανία, Φινλανδία, Σουηδία, του Γιώργου Καλημερίδη Alfavita.gr (08-05-2012)
Κάντε το πρώτο σχόλιο