Οι “αξιολογητές” ξανάρχονται!
Τα αντιδραστικά τους σχέδια δεν θα περάσουν!
Συνάδελφοι
Έπειτα από τρεις μήνες λουκέτου στην εκπαίδευση επιστρέφουμε ξανά στην εργασία μας. Η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ διατυμπάνιζε όλους αυτούς τους μήνες ότι “εργάζεται πυρετωδώς” για την επανέναρξη των σχολείων. Όχι όμως για να λάβει μέτρα υγειονομικής προφύλαξης για τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές. Αντίθετα εδώ και μήνες “εργάζεται” για να διαμορφώσει ένα νέο καθεστώς σε όλη την έκταση της εκπαίδευσης. Η κυβέρνηση της ΝΔ αξιοποίησε όλο αυτό το διάστημα για να επιβάλει πλήθος αντιεκπαιδευτικών και αντιλαϊκών μέτρων που αλλάζουν ριζικά προς το χειρότερο το τοπίο στην εκπαίδευση. Τελευταίος σταθμός σε μια μακρά αλυσίδα αντιδραστικών μέτρων είναι η ενεργοποίηση και εφαρμογή της περιώνυμης “αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου”. Σύμφωνα λοιπόν με την πρόσφατη απόφαση του ΥΠΑΙΘ με τίτλο “Συλλογικός προγραμματισμός, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό τους έργο” στις αρχές του Φλεβάρη, όλοι οι Σύλλογοι Διδασκόντων θα έρθουν αντιμέτωποι ξανά με το “φάντασμα” της αξιολόγησης.
Η κυβέρνηση προχωρά ακάθεκτη στην υλοποίηση όλων των διακηρυγμένων σχεδίων της, ενεργοποιώντας σε αυτή τη φάση τα μέτρα για την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων για να ακολουθήσει αμέσως μετά και ως ώριμο φρούτο η ατομική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και του έργου του. Το κυβερνητικό σχέδιο προβλέπει την διπλή αξιολόγηση, εσωτερική και εξωτερική. Η εσωτερική διενεργείται από το Σύλλογο Διδασκόντων και την αυστηρή επιτήρηση του Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργου Παιδαγωγικής Ευθύνης, ενώ η εξωτερική πραγματοποιείται από τους ίδιους τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου Παιδαγωγικής Ευθύνης.
Η κυβέρνηση αναβαθμίζει τα ΠΕΚΕΣ που έστησε επί των ημερών του ο ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντάς τους ρόλο “επόπτη”, ενώ κεντρική θέση στρατηγικής σημασίας έχουν πλέον το ΙΕΠ και η Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε που επιτηρούν σε πανελλαδική κλίμακα την πρόοδο της αξιολόγησης για το σύνολο των σχολικών μονάδων.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας θα αφορά στην
– παιδαγωγική και μαθησιακή λειτουργία
– διοικητική λειτουργία
– λειτουργία της ως επαγγελματικής κοινότητας μάθησης, που προωθεί την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών.
Οι παραπάνω άξονες αναλύονται σε ένα σύνολο από επιμέρους θεματικές ενότητες βάσει των οποίων οι Σύλλογοι Διδασκόντων υποχρεώνονται να αξιολογούν τη σχολική τους μονάδα. Για το λόγο αυτό καλούνται να δημιουργήσουν ομάδες για την παρακολούθηση της πορείας υλοποίησης και την τελική βαθμολόγηση των συγκεκριμένων “σχεδίων δράσης” στα πλαίσια πάντα της αξιολόγησης, με την υποχρεωτική μάλιστα συμμετοχή όλων των εκπαιδευτικών, ενώ στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς θα καταρτίζονται οι εκθέσεις τις οποίες συγκεντρώνουν τα ΠΕΚΕΣ, το ΙΕΠ και η Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε. Οι εκθέσεις αυτές στη συνέχεια θα καταχωρούνται στις ψηφιακές πλατφόρμες του ΙΕΠ. Οι “επιδόσεις” των σχολικών μονάδων στους θεματικούς άξονες θα καθορίζουν την κατηγοριοποίηση και την τελική κατάταξή τους. Το ΥΠΑΙΘ θεσπίζει τις εξής τέσσερεις βαθμίδες: “μη επαρκής”, “επαρκής λειτουργία”, “καλή λειτουργία”, “εξαιρετική λειτουργία” για να κατηγοριοποιήσει πλέον τα σχολεία.
Προφανώς ο καθένας καταλαβαίνει ποιες θα είναι οι “εξαιρετικές” σχολικές μονάδες σύμφωνα τις διακηρυγμένες προθέσεις του ΥΠΑΙΘ. Θα είναι αυτές που θα μπορούν να παρουσιάσουν δείγματα “άρτιας διοίκησης και λειτουργίας”, με τους διευθυντές – μάνατζερ να προσλαμβάνουν και να απολύουν εκπαιδευτικούς, να διαμορφώνουν καθημερινά ένα αυταρχικό καθεστώς υποταγής των Συλλόγων Διδασκόντων στα προστάγματα της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής. “Εξαιρετικά” θα είναι τα σχολεία εκείνα που θα προσαρμόζονται στην κούρσα των εξετάσεων, το Γολγοθά της “τράπεζας θεμάτων”, που στο όνομα των “καλών επιδόσεων” θα εγκαταλείπουν τα παιδιά του “τελευταίου θρανίου”. Θα είναι ακόμα εκείνα τα σχολεία που δεν θα απαιτούν από το κράτος γενναία χρηματοδότηση αλλά θα σπεύδουν να παρακαλέσουν ιδιώτες χορηγούς για να εξασφαλίσουν πόρους, που οι εκπαιδευτικοί θα αναλαμβάνουν το ρόλο του “χωροφύλακα” των μαθητικών αγώνων, διδάσκοντας στην πράξη στη νέα γενιά τι σημαίνει υποταγή. Για το ΥΠΑΙΘ και την κυρίαρχη πολιτική “εξαιρετικά” θα είναι εκείνα τα σχολεία που γρήγορα και ευέλικτα θα προσαρμόζουν ακόμα και τα αναλυτικά τους προγράμματα σύμφωνα με τις επιταγές και τους νόμους της “αγοράς” αγνοώντας τις μορφωτικές ανάγκες των παιδιών
Ακολουθώντας την τακτική των μεταμορφώσεων των λέξεων, οι προηγούμενες κυβερνήσεις καθώς και η τωρινή επιχειρούν να εξωραΐσουν το πραγματικό πρόσωπο της αξιολόγησης που είναι ζοφερό για τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς.
Συνάδελφοι,
Η κυβέρνηση της ΝΔ, πιστός υπηρέτης των πιο δεξιών και νεοφιλελεύθερων δογμάτων, επαναφέρει επιθετικά την αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών σύμφωνα πάντα με τις επιταγές της ΕΕ και του ΟΟΣΑ αλλά και τις απαιτήσεις του κεφαλαίου και του ΣΕΒ, που επίμονα ζητά “να αξιολογούνται οι πάντες στην εκπαίδευση”. Αναμασούν την ίδια σκουριασμένη και αραχνιασμένη δημαγωγία για τους “σκοπούς και τους στόχους”, που τάχα θέλουν να βελτιώσουν την ποιότητα του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου, για να αποσπάσουν τη συναίνεση του κλάδου στην επιβολή των αντιδραστικών σχεδίων που κουβαλούν στις χειραποσκευές τους εδώ και δεκαετίες. Στην κατεύθυνση αυτή δανείζονται ακόμα και την φρασεολογία του ΣΥΡΙΖΑ κάνοντας λόγο για την “κουλτούρα της αξιολόγησης στη σχολική κοινότητα”, όπως ακριβώς έλεγε πριν μερικά χρόνια ο Γαβρόγλου, όταν αναβάπτιζε την αξιολόγηση ως “αποτίμηση” για να συγκαλύψει το πραγματικό περιεχόμενο της πολιτικής του. Νεκρανασταίνουν την Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε, που θέσπισε η ΝΔ το 2013 και που υποτίθεται ότι θα καταργούσε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, αναβιώνουν τον επιθεωρητισμό στις σχολικές αίθουσες, επαναφέρουν στη συλλογική μνήμη τον αυταρχισμό του “εντέλλεσθε” της περιόδου του Αρβανιτόπουλου για να κάμψουν την εκφρασμένη αντίθεση του κλάδου στα σχέδιά τους. Σχέδια που ανέτρεψε ο κλάδος μας και το εκπαιδευτικό κίνημα πολλές φορές με τους αγώνες του εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια.
Στην τωρινή συγκυρία η κυβέρνηση της ΝΔ βρίσκει τη “χρυσή” ευκαιρία να επιβάλει τα αντιδραστικά της σχέδια πατώντας πάνω στο έδαφος που έστρωσε και η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο στα λόγια ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ενάντια στην αξιολόγηση, αφού στην πράξη διατήρησε στο ακέραιο όλες τις πλευρές του προηγούμενου πλαισίου που είχε θεσπίσει η κυβέρνηση της ΝΔ το 2013 Επιπλέον ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που ψήφισε και θεσμοθέτησε την “αυτοαξιολόγηση σχολικής μονάδας”, αφού πρώτα τη βάφτισε ως “αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου” για να εξωραΐσει και να συγκαλύψει το πραγματικό της περιεχόμενο. Πάνω σ’ αυτό τον ανοιχτό δρόμο βαδίζει σήμερα η ΝΔ και επιβάλλει εκ νέου την αξιολόγηση.
Στην πραγματικότητα οι πολιτικές των ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ καθώς και του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, που είναι ένθερμος και διαχρονικός θιασώτης της αξιολόγησης αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όλοι τους υποκλίνονται στις ντιρεκτίβες της ΕΕ, στην περίφημη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, που θέτει σε απόλυτη προτεραιότητα την επιβολή της αξιολόγησης στην εκπαίδευση και στις επιλογές του μεγάλου κεφαλαίου, που θέλει την εκπαίδευση να “προσαρμόζεται γρήγορα και ευέλικτα” στις περίφημες ανάγκες της “αγοράς”. Αυτές οι πολιτικές κατευθύνσεις οδηγούν στη χειραγώγηση και πειθάρχηση του εκπαιδευτικού, την απαξίωση του έργου του, ανοίγουν το δρόμο για ραγδαίες ανατροπές στην εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα.
Με όχημα την αξιολόγηση η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να επαναφέρει την περίφημη κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων, το διαχωρισμό τους στα λεγόμενα “καλά” και “κακά” σχολεία με ταξικά φίλτρα και κριτήρια, μετρώντας ανάμεσα στα άλλα και τις μαθητικές επιδόσεις. Η “Τράπεζα Θεμάτων” που φλέγεται η κυβέρνηση να ενεργοποιήσει από τη φετινή χρονιά, θα κληθεί να επιτελέσει διπλό έργο. Από τη μια να λειτουργήσει ως ταξικός “κόφτης” για χιλιάδες μαθητές, ενώ από την άλλη μεριά θα αξιοποιηθεί ως το μέτρο της μαθητικής “επιτυχίας” ή “αποτυχίας”. Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη δηλαδή για μαθητές και εκπαιδευτικούς.
Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση στην πράξη θα επιχειρήσει να απαλλαχθεί από τις διαχρονικές ευθύνες της που γεννά με την πολιτική της υποβάθμισης και εγκατάλειψης του Δημόσιου Σχολείου και να τις φορτώσει στους εκπαιδευτικούς που “δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους” αλλά και στις σχολικές μονάδες. Βαθύτερη, όμως, επιδίωξη της κυβέρνησης είναι η καθιέρωση της λεγόμενης αυτονομίας της σχολικής μονάδας, μέσα από την οποία το σχολείο – και όχι το επίσημο κράτος – θα αναζητά τους πόρους ακόμα και τους εκπαιδευτικούς για τη λειτουργία του. Κλειδί σε αυτή την κατεύθυνση θα παίξει η αξιολόγηση, αν τελικά δεν αποτραπούν ξανά τα σχέδια της κυβέρνησης με μαζικούς όρους από το εκπαιδευτικό κίνημα. Προανάκρουσμα αυτής της κατεύθυνσης αποτελεί ο τελευταίος νόμος για την ΤΕΕ στον οποίο προβλέπονται τέτοια σκληρά και ταξικά μοντέλα αξιολόγησης αλλά και η λεγόμενη “αυτονομία” των ΕΠΑΛ.
Αν εφαρμοστεί η αξιολόγηση τότε οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να ξεχάσουν το εργασιακό τους ωράριο και την παιδαγωγική τους ελευθερία. Το πολυπλόκαμο κυβερνητικό σχέδιο και η υποχρεωτική εμπλοκή όλων των εκπαιδευτικών στις “ομάδες”, έρχεται να τους φορτώσει με νέα πρόσθετα διοικητικά καθήκοντα και βάρη, να εντατικοποιήσει ακόμα περισσότερο τη δουλειά τους, έτσι που τελικά το κύριο έργο της διδασκαλίας να αποτελεί ένα ελάχιστο τμήμα μιας δαιδαλώδους διοικητικής και γραφειοκρατικής εργασίας που υποχρεώνονται να υλοποιήσουν. Η πολιτική τους δεν καταστρατηγεί μόνο το ωράριο μετατρέποντάς το σε λάστιχο, αλλά έρχεται να καταπατήσει ακόμα και την έννοια του ελεύθερου χρόνου, αφού η αξιολόγηση της κυβέρνησης δεν γνωρίζει απογεύματα, σαββατοκύριακα και αργίες.
Η διεθνής εμπειρία τόσο σε εκπαιδευτικά συστήματα της Ευρώπης αλλά και στις ίδιες τις ΗΠΑ είναι αποκαλυπτική για τις δραματικές συνέπειες της αξιολόγησης όπου εφαρμόστηκε. Η κατηγοριοποίηση σχολείων οδήγησε σε ανελέητο ανταγωνισμό με όρους επιχειρηματικότητας, σε βαθιά υποχρηματοδότηση, ασφυξία και λουκέτο. Παράλληλα η αξιολόγηση αποτέλεσε το μοχλό για να την εργασιακή και μισθολογική καθήλωση των εκπαιδευτικών, οδηγώντας τους ως την απόλυση.
Συνάδελφοι,
Η ξαναζεσταμένη σούπα της αξιολόγησης, όπως κι αν την σερβίρει το ΥΠΑΙΘ, θα αποτελέσει το μοχλό για την επιβολή των αντιδραστικών τους σχεδίων για τη Δημόσια Εκπαίδευση και τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών. Θα αποτελέσει το βασικό μηχανισμό για την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, τη μισθολογική καθήλωση χιλιάδων εκπαιδευτικών και τις απολύσεις, την ιδεολογική χειραγώγηση, την ταξική κατηγοριοποίηση και το κλείσιμο σχολείων.
Πρέπει να συναντήσει τη μαζική απόρριψη και την ανυποχώρητη στάση των εκπαιδευτικών και των σωματείων ενάντια σε κάθε επιχείρηση επιβολής.
Καλούμε
– το ΔΣ της ΟΛΜΕ να προχωρήσει άμεσα στην ενεργοποίηση της απεργίας – αποχής από κάθε διαδικασία αξιολόγησης που ψηφίστηκε μαζικά στις Γενικές Συνελεύσεις του κλάδου και την τελευταία ΓΣ Προέδρων (Σεπτέμβρης 2020). Να καταθέσει συγκεκριμένο σχέδιο πρακτικού που θα χρησιμοποιήσουν οι Σύλλογοι Διδασκόντων στις συνεδριάσεις τους.
– τις ΕΛΜΕ να ενεργοποιηθούν άμεσα και να οργανώσουν εκστρατείες ενημέρωσης στα σχολεία και στους συναδέλφους, να οργανώσουν και να υλοποιήσουν με μαζικούς όρους την απεργία – αποχή από την αξιολόγηση.
Τα μαύρα σχέδιά τους για τη διάλυση της Δημόσιας Εκπαίδευσης να συναντήσουν τις ασπίδες του αγώνα των εκπαιδευτικών!
ΠΑΙΔΕΙΑ – ΥΓΕΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ!
Ούτε βήμα πίσω!
Κάντε το πρώτο σχόλιο