Η απεργία των καθηγητών έθεσε ερωτήματα από τους αγώνες του μέλλοντος

Του Κώστα Βαμβακά, καθηγητή γυμναστή

Με την ολοκλήρωση κάθε φάσης ενός αγώνα έρχεται σχεδόν ως νομοτέλεια η ανάγκη κατανόησης όλων των επιμέρους χαρακτηριστικών αυτού του αγώνα, αλλά και ο απολογισμός σε επίπεδο κερδών και λαθών.

Ο απεργιακός αγώνας των καθηγητών έθεσε μια σειρά από ερωτήματα που θα αναζητούν βασανιστικά απαντήσεις και στους αγώνες του μέλλοντος, στέλνοντας πολλαπλά μηνύματα σε διάφορες κατευθύνσεις. Τα πρωτοφανή ποσοστά, κυρίως τις πρώτες μέρες της απεργίας, ξάφνιασαν ευχάριστα. Ούτε οι πιο αισιόδοξοι δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ποσοστά της τάξης του 90% και 95%, απ’ την Ροδόπη μέχρι την Κρήτη.

Το μήνυμα σαφές και ηχηρό για την κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας, που όλες τις προηγούμενες μέρες λοιδορούσαν την ΟΛΜΕ  ότι, τάχατες, δεν εκφράζει κανέναν και οι καθηγητές δεν θα την ακολουθήσουν. Ωστόσο, διαψεύστηκαν μιας και η καθολική βούληση των καθηγητών τάχθηκε ενάντια στις μνημονιακές πολιτικές διάλυσης του δημόσιου σχολείου αλλά και της ζωής  τους. Το αίτημα, για πρώτη φορά με τόση σαφήνεια, στόχευε στα κεντρικά πολιτικά επίδικα, καθώς έθετε το αίτημα της πολιτικής ανατροπής ως προϋπόθεσης για τη διάσωση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της παιδείας.

Στάλθηκε όμως και ένα μήνυμα προς τις συνδικαλιστικές ηγεσίες που επιδεικνύουν μια εξαιρετική αδράνεια και αδυναμία να κατανοήσουν ότι μετά το μνημόνιο τίποτα δεν παραμένει το ίδιο, συνεπώς απαιτούνται νέα καθήκοντα και επαναπροσανατολισμός του συνδικαλιστικού κινήματος.

Η σταδιακή πτώση των απεργιακών ποσοστών -κάτι που από την αρχή διαφαινόταν άλλωστε, μιας και πολλοί εκ των προτέρων δήλωναν πόσες μέρες αντέχουν να απεργήσουν- φανερώνει ότι η συνθλιπτική πραγματικότητα δεν αντέχει πολυήμερες απεργίες και απαιτεί, όχι προσχηματικά αλλά ουσιαστικά, εναλλακτικούς τρόπους αγώνα.

Στο ξεκίνημα του ο απεργιακός αγώνας έθεσε και ένα άλλο ερώτημα με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια από οποιαδήποτε άλλη φορά: στην μνημονιακή εποχή έχουν νόημα οι επιμέρους αγώνες; Αν ναι, μπορούν να παραμένουν στα στενά κλαδικά τους όρια, αναπαράγοντας τον οικονομισμό-διεκδικητισμό της προηγούμενης περιόδου; Αν όχι, αρκεί ένα κάλεσμα που να προτάσσει την κυβερνητική ανατροπή ως μοναδική συνθήκη απάντησης στα προβλήματα της κοινωνίας;

Κατά την άποψή μου, η νέα φάση της καθολικής επίθεσης του νεοφιλελευθερισμού σε ό,τι μέχρι σήμερα συγκροτούσε το σκληρό πυρήνα των δημόσιων κοινωνικών αγαθών -μέσα σε ένα περιβάλλον συνταγματικής εκτροπής και απώλειας της εθνικής κυριαρχίας- καθιστά αυταπάτη και συνταγή ήττας τον προσανατολισμό σε στενά κλαδικά αιτήματα, πολύ δε περισσότερο όταν αυτά δεν είναι δεμένα με τις ευρύτερες κοινωνικές ανάγκες.

Ο κλαδικός διεκδικιτισμός- οικονομισμός της προηγούμενης περιόδου όριζε μικρές ή μεγαλύτερες νίκες στο έδαφος της συναίνεσης και των συμμαχιών που το πολιτικό σύστημα επεδίωκε για να παραμείνει λειτουργικό. Στο έδαφος αυτό, η λειτουργία θεσμών και δόμων, σε όποιο επίπεδο κάθε φορά, ήταν και επιδίωξη του συστήματος. Από αυτή την άποψη, το μπλοκάρισμα της «εύρυθμης» λειτουργίας των θεσμών κατέληγε όπλο στα χέρια των εργαζομένων για επιμέρους κατακτήσεις. Σήμερα σε ένα περιβάλλον που το ίδιο το σύστημα επιδιώκει τη διάλυση των θεσμών-δομών, η παραπάνω στρατηγική καθίσταται στρατηγική σίγουρης ήττας, αποστράτευσης και απογοήτευσης για το κίνημα.

Είναι σίγουρο ότι το συνδικαλιστικό κίνημα χρειάζεται στρατηγικό και τακτικό επαναπροσανατολισμό, γεγονός που σίγουρα προϋποθέτει αλλαγή συσχετισμών, που όμως δεν αποτελεί την αναγκαία και ικανή συνθήκη -εξάλλου οι συσχετισμοί στο συνδικαλιστικό κίνημα πολύ λίγο διαφέρουν από την προμνημονιακή εποχή. Κυρίως όμως χρειάζεται βαθιά κατανόηση της σημερινής συγκυρίας και απάντηση στο θεμελιακό ερώτημα: Ποιος θα υπερασπιστεί και εν τέλει θα πάρει στα χέρια του τη λειτουργία αυτών των θεσμών που μέχρι σήμερα αποτελούσαν τα δημόσια και κοινωνικά αγαθά (παιδεία, υγεία, πρόνοια κλπ) στην παρούσα φάση διάλυσης και απαξίωσής τους;

Θεωρώ, λοιπόν, ότι υπάρχουν περιθώρια για επιμέρους αγώνες άλλου τύπου που και θα έχουν συνείδηση της κεντρικής πολιτικής τους στόχευσης αλλά και θα απαντούν στο παραπάνω ουσιώδες ερώτημα.

Το επίδικο σε αυτή την περίπτωση είναι ποιος μπορεί να διαχειριστεί την παιδεία και να της δώσει κατεύθυνση συνώνυμη της ουσίας και των ευρύτερων κοινωνικό-λαϊκών απαιτήσεων, πράγμα που παραπέμπει και στις σχέσεις στο εσωτερικό της παιδείας και στους συσχετισμούς. Στο έδαφος αυτό θα αναπτυχθούν επιμέρους αγώνες ομόλογοι των γενικών αγώνων δίνοντας νόημα και ουσία στις εκάστοτε αναμετρήσεις.

Το πεδίο συνέχισης των αγώνων μεταφέρεται μέσα στο χώρο του σχολείου για να κρατήσουμε ανοιχτά τα σχολεία, αξιοπρεπείς και υπερήφανους τους συναδέλφους μας, να στηρίξουμε τους μαθητές μας στον αγώνα για την καθημερινή επιβίωση αλλά και στο να καταφέρουν να ‘’μάθουν γράμματα’’, να διώξουμε τον φόβο που γεννά τον φασισμό. Πρόκληση αλλά και στοίχημα μέχρις ότου καβαλήσουμε το επόμενο παλιρροιακό κύμα αγώνων με ουσιαστικότερους και αποτελεσματικότερους όρους.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*