Η Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών: Η συγκυρία, το πλαίσιο και οι μεταμφιέσεις

Του Χρήστου Κάτσικα

Ξεσκονίζουν την αξιολόγηση για να νομιμοποιήσουν τις μετακινήσεις και τις απολύσεις εκπαιδευτικών

Στο δεύτερο βήμα, που προβλέπεται από τον πρόσφατα ψηφισμένο νόμο 4024, στην αξιολόγηση από ιδιώτες και τον ΑΣΕΠ του συνόλου του δημοσίου τομέα, ετοιμάζεται να περάσει η Κυβέρνηση μετά την εργασιακή εφεδρεία. Μάλιστα ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Δ. Ρέππας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην κρατική τηλεόραση το Σάββατο 21 Ιανουαρίου άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να πραγματοποιείται συνέντευξη μέσω ΑΣΕΠ για την αξιολόγηση των δημοσίων. υπαλλήλων. Αναφερόμενος στη διαδικασία της συνέντευξης μέσω ΑΣΕΠ που θα ακολουθήσουν όσοι υπάλληλοι κριθούν για θέσεις ευθύνης, σημείωσε ότι «αυτό πρέπει να γίνει, όχι μόνο για κάποιους οι οποίοι διεκδικούν μία θέση ευθύνης, αλλά για κάθε έναν ο οποίος υπηρετεί στο Δημόσιο».

«Μπορεί κάποιος να πει ότι, όταν καταργείται η θέση, τότε μπορεί ίσος αριθμός υπαλλήλων να απομακρυνθεί από το Δημόσιο. Ναι, βεβαίως», επεσήμανε ο κ. Ρέππας, «αλλά όχι αυτός που κατέχει τη συγκεκριμένη στιγμή τη θέση. Θα πρέπει να υπάρχει μια διαδικασία αξιολόγησης, ώστε να επιλέξεις αυτούς οι οποίοι κατ’ ίσον αριθμό μπορεί να απομακρυνθούν».

Την ίδια ώρα (22 Ιανουαρίου) η Υπουργός Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου σε ομιλία της στην εκδήλωση «για την Ελλάδα τώρα» φανερώνει τις προθέσεις της για τη σχολική εκαίδευση και τους εκπαιδευτικούς: “Και να έρθω στην αξιολόγηση. Ναι, 34 χρόνια δεν έχει αξιολογηθεί δάσκαλος και καθηγητής σε αυτή τη χώρα. Ξεκινήσαμε μόλις ανέλαβα την αξιολόγηση. Ξεκινήσαμε την αξιολόγηση στα σχολεία, έτσι γίνεται σε όλο τον κόσμο. Πρώτα η αξιολόγηση του σχολείου και μετά η αξιολόγηση του δασκάλου. Είπα τον πρώτο χρόνο εθελοντικά, τον δεύτερο υποχρεωτικά. Δήλωσαν μερικές χιλιάδες σχολεία μέσα σε μια βδομάδα. Μπήκαν μέσα στα σχολεία με ξύλα, με ρόπαλα, χτύπησαν καθηγητές, έβαλαν μέχρι και φωτιές. Τα χιλιάδες σχολεία μέσα σε μια βδομάδα έγιναν 500. Δεν υπήρξε μια ανακοίνωση κόμματος, μια διαμαρτυρία από την τοπική κοινωνία. Όλοι θέλουμε την αξιολόγηση, με όποιον μιλήσετε στην ελληνική κοινωνία, με όποιον καθηγητή μιλήσετε, με όποιον δάσκαλο μιλήσετε λέει δεν γίνεται να μην αξιολογούμε πλέον. Θα εφαρμοστεί ο νόμος όχι  βάζοντας αστυνομικούς και πυροβολώντας τα σχολεία. Όλα τα πράγματα εξελίσσονται και αυτή είναι η τέχνη της πολιτικής. Να κάνεις τη μεγάλη τομή, να πείθεις, να βρίσκεις συμμάχους, να υλοποιείς αυτό που χρειάζεται χωρίς να δημιουργείς βίαιες αντιπαραθέσεις χωρίς όρια. Φέτος θα εφαρμοστεί υποχρεωτικά, γιατί όσοι καθηγητές και δάσκαλοι δεν συμμετέχουν δεν θα μπορούν να έχουν καμία εξέλιξη. Όλα λύνονται και όλα ωριμάζουν και όλα αλλάζουν όταν υπάρχει η πρώτη βασική τομή”.

Λίγες μέρες πριν (Δελτίο τύπου Υπουργείου Παιδείας 16 Ιανουαρίου) η ίδια η Υπουργός Παιδείας σε απάντησή της στη Βουλή σχετικά με την εφεδρεία των εκπαιδευτικών δήλωνε: “Όπως ξέρετε η απόφαση για τον θεσμό της εφεδρείας ήταν μία πολιτική που εφαρμόστηκε πρώτη φορά και είχε περισσότερο συμβολικό, παρά δημοσιονομικό χαρακτήρα. Είναι σαφές -για να μιλήσω και για την Εκπαίδευση-  ότι ο θεσμός της εφεδρείας με τη μορφή που έγινε έκλεισε τον κύκλο του και ότι οι όποιες αλλαγές στην ορθολογική διαχείριση της πρέπει πια να γίνονται βάσει αξιολόγησης”.

Η ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει δημόσια συζήτηση για τα προβλήματα του Ελληνικού σχολείου που να μην περιλαμβάνει στο «μενού» της ως κύριο, μάλιστα, «πιάτο» την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού.

Μόνιμοι προσηλυτιστές της κοινής γνώμης, δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί, «παλατιανοί» συγγραφείς, τεχνοκράτες και «ειδικοί», συνδικαλιστές της αριστοκρατίας, αυτό το είδος των «κρατικών ευγενών» που αντλούν το κύρος τους από τις περίοπτες θέσεις τους στις «αυλές» και στις οθόνες, χρόνια τώρα, με γλώσσα που αποκρύπτει αριστοτεχνικά την αλήθεια και τους κώδικες αποκρυπτογράφησής της, εγχαράσσουν στο «σκληρό δίσκο» της κοινής γνώμης, ως αυτονόητο, ότι «η κακοδαιμονία του Ελληνικού σχολείου είναι αποτέλεσμα της έλλειψης αξιολόγησης-ελέγχου των εκπαιδευτικών».

Το έδαφος, βεβαίως, είναι εύφορο για την υποδοχή του «αυτονόητου», κοντολογίς, για την άκριτη υιοθέτηση, ως φυσικής και εύλογης, της απαίτησης «να ξεκαθαρίσει επιτέλους το εκπαιδευτικό τοπίο από την κόπρο του Αυγεία». Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των γονέων που αναγκάζονται να «τραυματίζουν» τους οικογενειακούς τους προϋπολογισμούς  πληρώνοντας ακριβά -σε καθεστώς «Δημόσιας και Δωρεάν εκπαίδευσης»- το κόστος του εισιτηρίου για την πολυπόθητη είσοδο των παιδιών τους στην Πανεπιστημιακή εκπαίδευση, σε συνδυασμό με την κατακόρυφη πτώση της αποδοτικότητας της «επένδυσης», πριμοδοτεί την οικοδόμηση πεποιθήσεων σύμφωνα με τις οποίες, αν ένας μαθητής δεν μαθαίνει γράμματα στο σχολείο, ή αναγκάζεται να πληρώνει φροντιστήριο ή το απολυτήριό του δεν του εξασφαλίζει μια θέση στην αγορά εργασίας, για όλα αυτά και γι΄ άλλα πολλά ευθύνεται ο εκπαιδευτικός, ο οποίος είναι «αναποτελεσματικός ή άπειρος ή τεμπέλης ή ανίκανος» τόσο όσο και ένας υδραυλικός που δεν μπορεί να επισκευάσει μια βρύση ή ένας γιατρός που δεν είναι ικανός να θεραπεύσει μια γρίπη !

Έτσι, αν κανείς ανιχνεύσει το «σώμα» των εκπαιδευτικών αλλαγών, η αξιολόγηση των μαθητών και η «αξιολόγηση-υπηρεσιακή κρίση» του εκπαιδευτικού προβάλλεται όχι ως πολιτική επιλογή ή ρυθμιστική παρέμβαση του ΥΠΕΠΘ αλλά ως παιδαγωγική-εκπαιδευτική αναγκαιότητα και στη βάση αυτή μεθοδεύεται η θεωρητική της τεκμηρίωση, σύμφωνα με την οποία «το σύστημα αξιολόγησης στοχεύει στην ανάπτυξη και εξειδίκευση των προσόντων των εκπαιδευτικών».

Χρόνια τώρα η «κοινή γνώμη» «διαμορφώνεται» και εθίζεται σταθερά σε μια λογική, σύμφωνα με την οποία, η αποδιάρθρωση και η αναποτελεσματικότητα του Ελληνικού σχολείου αναπτύσσονται και τροφοδοτούνται «από την ιδεολογία του εξισωτισμού, της χαλαρότητας, της ισοπέδωσης και της ήσσονος προσπάθειας που έχουν επικρατήσει…». Είναι η μόνιμη επωδός των υπουργών Παιδείας οι οποίοι  στη «θεραπευτική αγωγή» του σχολείου εντάσσουν μέτρα που αφορούν από τη μια την παλινόρθωση των εξετάσεων ακόμη και στο Δημοτικό και από την άλλη την «αξιολόγηση – κρίση» των εκπαιδευτικών με την αναβίωση μεθόδων κλασσικού «επιθεωρητισμού», καθώς επικεντρώνουν κι αυτές στην «παλινόρθωση» μιας εξεταστικοκεντρικής οργάνωσης της διδακτικής πράξης και στην προσπάθεια γραφειοκρατικού ελέγχου του εκπαιδευτικού μέσα από την μεταμφιεσμένη αξιολόγηση του έργου του.

Σ΄ όλες τις περιπτώσεις, πάντα στο πνεύμα των ρυθμίσεων, επιστρατεύεται, βέβαια, η γλώσσα της «κρίσης» του σχολείου, η «πτώση του επιπέδου σπουδών», η «αναντιστοιχία πτυχίου και αγοράς εργασίας», η «σχολική αποτυχία», η «αδιαφορία των μαθητών» κ.λπ. έτσι ώστε μέσα από υπεραπλουστεύσεις να «λιπανθούν» στο «έδαφος» της κοινής γνώμης, ως αναγκαίες και επείγουσες οι επιλογές εκείνες που η υλοποίησή τους δεν αποτελεί παρά μεθόδευση αυτών που διακαώς επιθυμούν να ξεφύγουν από τον κατάλογο των υπευθύνων της εκπαιδευτικής κρίσης. Και η απάντηση στο «γόρδιο δεσμό» της κρίσης του σχολείου, δεν είναι παρά η μαγική λέξη «αξιολόγηση», που καλείται να διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο στην υπόθεση των εκπαιδευτικών αλλαγών.

Είναι φανερό ότι οι εκπαιδευτικές αλλαγές εντάσσονται στο πλαίσιο των πολιτικών που διαμορφώνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ανάλογα μέτρα – ρυθμίσεις, σε συντηρητική πάντα κατεύθυνση και με διαφορετικές ταχύτητες, «σάρωσαν» ή προσπάθησαν να «σαρώσουν» την υπάρχουσα «εκπαιδευτική πραγματικότητα» στη Γαλλία, την Ισπανία, τη Μεγάλη Βρετανία, κ.λπ.

ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ: ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΟΥ ΝΕΟΕΠΙΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΥ

Όταν ακούς «τάξη» ανθρώπινο κρέας μυρίζει
Οδυσσέας Ελύτης, «σηματολόγιον»

Όπως είναι γνωστό με Εγκύκλιο (37100/Γ1 – 31/3/2010) το Υπουργείο Παιδείας προχώρησε στην «αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας». Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση το Υπουργείο Παιδείας «στοχεύει με σταδιακές παρεμβάσεις να οικοδομήσει το “Νέο Σχολείο”, αλλάζοντας το εκπαιδευτικό σύστημα προς όφελος του μαθητή, του εκπαιδευτικού και της κοινωνίας ευρύτερα. Η διαδικασία της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας έχει ως στόχο να αναδείξει τη σχολική μονάδα ως βασικό φορέα προγραμματισμού και υλοποίησης του εκπαιδευτικού έργου και να βελτιώσει την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Βασική επιδίωξη του Υπουργείου είναι η ενδυνάμωση της σχολικής μονάδας και των παραγόντων που την συναποτελούν (εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς), οι οποίοι με τις δράσεις τους να οδηγηθούν σε μια αποτελεσματικότερη οργάνωση, διοίκηση και διαχείριση της σχολικής μονάδας».

 Σύμφωνα με την Εγκύκλιο «η Αυτοαξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου της Σχολικής Μονάδας περιλαμβάνει :1. Τομείς που αφορούν τα Μέσα και τους Πόρους της Σχολικής Μονάδας (υλικοτεχνική υποδομή, οικονομικοί πόροι, ανθρώπινο δυναμικό, κλπ.). 2. Τομείς που αφορούν τη Διοίκηση της Σχολικής Μονάδας (συντονισμός σχολικής ζωής, διαμόρφωση-εφαρμογή σχολικού προγράμματος, αξιοποίηση μέσων και πόρων, κλπ). 3. Τομείς που αφορούν το Κλίμα και τις Σχέσεις μεταξύ των παραγόντων της εκπαιδευτικής κοινότητας (σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών, σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών, σχέσεις σχολείου – γονέων, κλπ). 4. Τομείς που αφορούν τις Εκπαιδευτικές Διαδικασίες (διδακτική διαδικασία, μαθησιακή διαδικασία, αξιολόγηση μαθητών). 5. Τομείς που αφορούν τα Εκπαιδευτικά Αποτελέσματα (φοίτηση, επίδοση, διαρροή, ατομική-συναισθηματική-κοινωνική ανάπτυξη μαθητών, κλπ)».

ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ: ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΩΣ «ΜΗΧΑΝΗ» ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ!

«Μη δίνετε σημασία στο τι λένε, προσέξτε καλύτερα τι εννοούν»

Μπαίνοντας τώρα στην ουσία της Εγκυκλίου οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ορισμένα πράγματα. Το όλο πλαίσιο είναι αντιγραφή της «Ευρωπαϊκής Έκθεσης για την ποιότητα της σχολικής εκπαίδευσης». Η «Έκθεση» αυτή εμπεριέχει 16 δείκτες, που καλύπτουν τέσσερις ευρείς τομείς: α. τα επίπεδα των επιδόσεων, β. την επιτυχία στο σχολείο και τη μετάβαση, γ. την παρακολούθηση της σχολικής εκπαίδευσης και δ. τους πόρους και τις δομές της εκπαίδευσης (1).

 Αναμφίβολα η έρευνα, συγκέντρωση και επεξεργασία στοιχείων για την εκπαίδευση έχει πολύ μεγάλη σημασία, αφού αυτά μπορούν να αξιοποιηθούν για να φωτίσουν πολύπλευρες πτυχές των λειτουργιών της. Ωστόσο, εντονότατα και δικαιολογημένα αμφισβητείται και επιστημονικά η αξία προσδιορισμού μιας σειράς ποσοτικών δεικτών για έγκυρη αξιολόγηση των λειτουργιών της εκπαίδευσης.

Είναι προφανές ότι κανείς δεν πιστεύει ότι το Υπουργείο Παιδείας μέσω της αυτοαξιολόγησης επιδιώκει να μάθει τα «ποσοτικά» στοιχεία των σχολικών μονάδων. Γνωρίζουν οι υπηρεσίες του Υπουργείου, καλύτερα από τον καθένα ποια είναι η υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων, ποιοι είναι οι οικονομικοί πόροι, ποιο είναι το ανθρώπινο δυναμικό, ποιες είναι οι επιδόσεις των μαθητών. Κάθε σχολικό έτος, η κάθε σχολική μονάδα συμπληρώνει περίπου μια ντουζίνα στατιστικούς πίνακες για διάφορες υπηρεσίες του Υπουργείου με όλα τα παραπάνω στοιχεία.

Ο προσδιορισμός των «δεικτών ποιότητας» για την ποιότητα της σχολικής εκπαίδευσης» είναι προϊόν μιας τεχνοκρατικής και ακραίας οικονομίστικης αντίληψης για την εκπαίδευση. Κάτω από την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού σχεδιάζεται και υλοποιείται μια εκπαιδευτική πολιτική σε πανευρωπαϊκό επίπεδο που επιδιώκει να «βιομηχανοποιήσει» το σχολείο προσδίδοντάς του τα βασικά χαρακτηριστικά μιας ανταγωνιστικής επιχείρησης. Οι επιδόσεις των υποκειμένων και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων χρησιμοποιούνται ως μονάδες μέτρησης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Η λογική αυτή οδηγεί στην εφαρμογή μοντέλων αξιολόγησης και ελέγχου με «πιστοποιητικά ποιότητας» σύμφωνα με τα πρότυπα της βιομηχανίας και του εμπορίου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ορισμένων σχολείων της Μ. Βρετανίας που χρησιμοποιούν το διεθνές εμποροβιομηχανικό πρότυπο ISO 9000 ως πιστοποιητικό ποιότητας για την ικανοποίηση των μαθητών και των γονέων που αντιμετωπίζονται ως «καταναλωτές»-«πελάτες».

Ας πάμε όμως παρακάτω με δυο παραδείγματα από τα «ενδεικτικά κριτήρια αξιολόγησης δεικτών στους επιμέρους τομείς της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου στη σχολική μονάδα».

Πρώτο παράδειγμα: «Οικονομικοί Πόροι. – Κατανομή εσόδων ανά κατηγορία πηγών και προβλεπόμενης δαπάνης (ποσοστά % επί του συνόλου των εσόδων) – Οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι επιτρέπουν τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξη της σχολικής ζωής; – Ο Δήμος ή η Κοινότητα υποστηρίζει οικονομικά το σχολείο; – Ο Σύλλογος Γονέων/Κηδεμόνων ενισχύει οικονομικά το σχολείο; – Η Σχολική Επιτροπή ανταποκρίνεται στα αιτήματα του σχολείου;»

Τι μας λέει το Υπουργείο Παιδείας; Εφόσον οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι δεν επιτρέπουν (και το γνωρίζουμε καλά αυτό) π.χ τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξη της σχολικής ζωής, υπάρχουν και άλλες πηγές που μπορούν να εξασφαλίσουν έσοδα  στη σχολική μονάδα: Νάσου ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων, δηλαδή οι ίδιες οι οικογένειες των μαθητών! «Βγάλτε το ψωμί σας μόνοι σας» αυτό είναι το σύνθημα – οδηγός που υπονοεί το Υπουργείο για τη σχολική μονάδα.

Δεύτερο παράδειγμα: «Τομείς που αφορούν τα Εκπαιδευτικά Αποτελέσματα (φοίτηση, επίδοση, διαρροή, ατομική-συναισθηματική-κοινωνική ανάπτυξη μαθητών, κλπ)…. Αναλυτική παρουσίαση των επιδόσεων των μαθητών κατά μάθημα, τάξη, τμήμα και φύλο… Ποσοστό (%) των μαθητών κατά φύλο, τάξη και συνολικά σχετικά με τη φοίτηση, τις μετεγγραφές από και προς το σχολείο… Οι μαθητές λυκείων σημειώνουν υψηλά ποσοστά επιτυχίας στις εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια Εκπαίδευση…Αξιολογείται η ικανότητα της σχολικής μονάδας για συνεχή βελτίωση της φοίτητσης υων μαθητών, της συμπεριφοράς των μαθητών, των επιδόσεων των μαθητών…».

Είναι φανερό ότι οι επιδόσεις των μαθητών θα αποτελέσουν κριτήριο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Στο νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους σε προτυποποιημένα τεστ και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων. Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι από την επίσημη αξιολόγηση ουσιαστικά «αγνοούνται» ή καταγράφονται τυπικά οι αμέτρητοι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που επηρεάζουν και συνδιαμορφώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και το εκπαιδευτικό έργο. Κοινωνική προέλευση, οικογενειακή κατάσταση, συνθήκες διαβίωσης και κατοικίας, υλικοτεχνική υποδομή σχολείου, τύπος εξετάσεων, σχολικά βιβλία, εκπαιδευτικό κλίμα, παιδαγωγικές μέθοδοι, τα πάντα γίνονται καπνός. «Αγνοούνται» οι κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες που διαμορφώνουν αντίξοες συνθήκες για την εκπαίδευση των μαθητών από τα ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα. Παραλείπονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες που οδηγούν στον Καιάδα της εγκατάλειψης του σχολείου και του αναλφαβητισμού.

Η αντίληψη αυτή «επιβλέπει» τη σχολική επιτυχία/αποτυχία μέσα από την «κλειδαρότρυπα» της αίθουσας διδασκαλίας, όπου όλα εξαφανίζονται εκτός από το δάσκαλο και το μαθητή. Δεν είναι, ωστόσο, λίγοι αυτοί που κατανοούν ή διαισθάνονται ότι το σχολείο δεν είναι «θερμοκήπιο» όπου τα παιδιά αναπτύσσονται ομαλά και απρόσκοπτα με καλό πότισμα και συστηματική φροντίδα!

Με αυτό το σκεπτικό, θα αναρωτηθεί κανείς «τι αξιολογείται όταν αξιολογείται το σχολείο;», όπως παλαιότερα αναρωτιόμαστε «τι αξιολογούμε όταν αξιολογούμε το μαθητή: τις μορφωτικές ευκαιρίες που έχει, το οικογενειακό του περιβάλλον, την κοινωνικοοικονομική του κατάσταση, το χαρακτήρα του, τις δυνατότητές του, τις προσπάθειες που καταβάλλει, την ικανότητα του δασκάλου του;». Και επειδή όλα τα σύνθετα προβλήματα της εκπαίδευσης δεν έχουν μόνο μία απάντηση ή μία μοναδική ερμηνεία, είναι καλό να αποφεύγουμε τέτοιες παγίδες.

Μέσα, λοιπόν, στη σημερινή πραγματικότητα, ο επίσημος λόγος περί επίδοσης-απόδοσης, αποτελεσματικότητας και ανταγωνιστικότητας επιδιώκει να νομιμοποιήσει την εφαρμογή συστημάτων ελέγχου και μέτρησης της απόδοσης των εργαζομένων από το χώρο της βιομηχανίας και στο χώρο της εκπαίδευσης. Επιδιώκει να επικυρωθούν ως αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία της προσωπικότητας και νοητικές λειτουργίες των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η διδακτική ή μαθησιακή ικανότητα, η πνευματική και επιστημονική συγκρότηση, η ικανότητα επικοινωνίας και ο τρόπος συμπεριφοράς, οι ιδέες, η φαντασία, η πρωτοβουλία κ.ά. Όμως αυτή η μέτρηση των ανθρώπινων διανοητικών λειτουργιών γίνεται με βάση τις αρχές και τους στόχους του σχολείου της αγοράς. Με άλλα λόγια, η αγορά διεισδύει παντού: «γνώση που δεν πουλάει δεν είναι γνώση», «ικανότητες που δεν εμπορευματοποιούνται δεν είναι ικανότητες», κι αφού το σχολείο «παράγει» ικανότητες, μπορεί κι αυτό να αλωθεί από τους νόμους της αγοράς (2)

Μύθος και πραγματικότητα για την αξιολόγηση των «καλών» και «κακών» σχολείων

Πολύχρονες και πολυάριθμες έρευνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά και οι επίσημες κρατικές στατιστικές έχουν τεκμηριώσει με αδιάσειστα στοιχεία ότι στο «πατρόν» της σχολικής επιτυχίας/αποτυχίας παρεμβαίνουν μια σειρά εξωσχολικοί και εσωσχολικοί παραγόντες που δραστηριοποιούνται στο έδαφος των κοινωνικών ανισοτήτων.

Η γνωστική αυτή κατάκτηση, που στοιχειοθετείται στο «δάσος» των πορισμάτων εκατοντάδων ερευνών, αίφνης, τα τελευταία χρόνια «ξεχνιέται» όλο και πιο συχνά.

«Πώς γίνεται» ρωτούν με επιτηδευμένη αφέλεια κάποιοι «Λύκεια που εδρεύουν στις ίδιες περιοχές, όπου δεν υπάρχει ούτε διαφορά στην κοινωνική προέλευση ούτε στη δυνατότητα φοίτησης σε φροντιστήρια, να παρουσιάζουν τόσο τρομακτικές ανισότητες στην επίδοση των μαθητών τους;». Και συνεχίζουν: «Εφόσον», λένε, «υπάρχουν οι ίδιες δημόσιες χρηματοδοτήσεις, το ίδιο πρόγραμμα και οι ίδιες πάνω κάτω μέθοδοι, οι διαφορές οφείλονται στην έλλειψη αξιολόγησης των εκπαιδευτικών γεγονός που σηματοδοτεί την ανάγκη για άμεση και αντικειμενική αξιολόγηση όλων των σχολείων στην Ελλάδα».

Η πραγματικότητα που κρύβεται με επιμέλεια

Η τολμηρή πρόταση του Θαλή, σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό Μπάμπη Νούτσο, δεν μπορεί να χρησιμεύσει για την κοινωνική μέτρηση της σχολικής πυραμίδας, όσο οι σκιές της σχολικής στατιστικής δε φωτίζονται και με τη θεμελιώδη μεταβλητή της κοινωνικο-επαγγελματικής προέλευσης των μαθητών.

– Αγνοούν το Υπουργείο Παιδείας και οι «ειδικοί μας» ότι σε κάθε γεωγραφική περιοχή υπάρχει κοινωνική, οικονομική, μορφωτική, δηλαδή ταξική διαφοροποίηση;

– Αγνοούν ότι υπάρχουν σχολεία σε κάθε πόλη, ακόμη και στη μικροκλίμακα μιας περιοχής, που παραδοσιακά «στρατολογούν» και «στρατολογούνται» από παιδιά ευπόρων και μορφωμένων οικογενειών;

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την Περιφέρεια Πρωτευούσης. Είναι γνωστή η διαίρεσή της σε περιοχές υψηλών εισοδημάτων και κοινωνικού γοήτρου (κυρίως τα Βορειοανατολικά προάστια) και σε περιοχές που κατοικούν κυρίως τα εργατικά, μικροϋπαλληλικά στρώματα (κυρίως η Δυτική Αθήνα και μεγάλο τμήμα του Πειραιά). Αν ρίξει κάποιος μια ματιά μόνο στους «χάρτες» κατανομής των εισοδημάτων και των καταληκτικών εκπαιδευτικών επιπέδων, θα διαπιστώσει εύκολα ότι η Αττική φαίνεται σαν να είναι κομμένη στα δύο.

Η παρουσίαση των επιδόσεων στους Δήμους Περιστερίου, Αιγάλεω, Άνω Λιοσίων, Αγ. Βαρβάρας, Νίκαιας, Περάματος, Κερατσινίου, Δραπετσώνας, κ.ά. από τη μια και Κηφισιάς, Ψυχικού, Εκάλης, Αμαρουσίου, Αγ. Παρασκευής, Βριλησσίων, Παπάγου, Γλυφάδας, Βούλας κ.ά. από την άλλη οριοθετεί μια ανισοκατανομή που επιβεβαιώνει τη «γραμμή» των πορισμάτων της εκπαιδευτικής έρευνας, τα οποία συνοψίζονται στο ότι «η κοινωνική ανισότητα διευθύνει τη σχολική».

Αγνοούν το Υπουργείο Παιδείας και οι «ειδικοί μας» τα πορίσματα των ερευνών της Γεωγραφίας του Αστικού χώρου (Θωμάς Μαλούτας κ.ά., Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας) που τεκμηριώνουν ότι οι Δήμοι διακρίνονται από σημαντικό βαθμό εσωτερικής ανισοκατανομής; Για παράδειγμα, όσο κι αν φαίνεται παράξενο η Κηφισιά, η Νέα Ερυθραία και η Γλυφάδα χαρακτηρίζονται από έντονη εσωτερική ανισοκατανομή των υψηλών, των μεσαίων και των εργατικών κατηγοριών. Πρόκειται για Δήμους όπου, βεβαίως, κυριαρχούν οι υψηλές και μεσαίες κατηγορίες, αλλά παράλληλα υπάρχει σημαντικό τμήμα εργατικών κατηγοριών. Επίσης, άλλη μορφή εσωτερικής ανισοκατανομής εμφανίζουν, για παράδειγμα, και οι δήμοι Αχαρνών, Ασπροπύργου και Ελευσίνας, οι οποίοι, ενώ έχουν κυρίως εργατική σύνθεση, περιλαμβάνουν και υψηλές και μεσαίες κοινωνικές-επαγγελματικές κατηγορίες οι οποίες συγκεντρώνονται σε ορισμένες «ζώνες» των παραπάνω περιοχών. Έτσι, δεν είναι καθόλου παράξενο αν οι μαθητές δύο σχολείων του ίδιου Δήμου, για παράδειγμα, της Βουλιαγμένης, παρουσιάζουν διαφορετικές σχολικές επιδόσεις, καθώς εκεί συγκατοικούν σημαντικά τμήματα εργαζομένων των χαμηλών βαθμίδων του τριτογενούς τομέα και παράλληλα έχουμε και διευρυμένους θύλακες υψηλών κοινωνικών-επαγγελματικών κατηγοριών και εισοδημάτων.

 Εκπαιδευτικοί: οι «αποδιοπομπαίοι τράγοι» της σχολικής αποτυχίας!

 Είναι προφανές ότι η πολιτική ηγεσία και οι τεχνοκράτες του ΥΠΕΠΘ γνωρίζουν πολύ καλά τις κοινωνικές παραμέτρους της σχολικής επίδοσης. Η στόχευση είναι αλλού και «φωτογραφίζει» κατευθείαν τον εκπαιδευτικό.

 Το ΥΠΕΠΘ θεωρεί κατάλληλο το χρόνο να προβάλει συστηματικά μια, έτσι κι αλλιώς, διαδεδομένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία για ό,τι «καλό» ή «κακό» γίνεται στα σχολεία την ευθύνη την έχει ο εκπαιδευτικός. «Το παν εξαρτάται από το δάσκαλο» θα αναφωνήσει σε λίγο με βικτοριανή υποκρισία

Μια τέτοια αντίληψη, όπως γίνεται φανερό, εναποθέτει μεγάλο φορτίο ευθύνης στους ώμους του δασκάλου και συνήθως, όταν τίθεται θέμα σχολικής αποτυχίας ή εκπαιδευτικής κρίσης, ο δάσκαλος είναι ο «αποδιοπομπαίος τράγος». Με αυτό τον τρόπο γίνεται ευκολότερη υπόθεση η επιβολή αυταρχικών μέτρων αξιολόγησης, εντατικοποίησης και διοικητικού ελέγχου.

Είναι αλήθεια ότι ο εκπαιδευτικός αναδεικνύεται συχνά σε κεντρικό θέμα της «ημερήσιας διάταξης» για την εκπαίδευση. Το ερώτημα όμως που συνήθως δεν τίθεται είναι:

Πού συναντιέται η ευθύνη των εκπαιδευτικών με την ευθύνη του κράτους και πώς οριοθετείται το έργο των εκπαιδευτικών κάτω από συγκεκριμένες επιλογές που γίνονται κατά την άσκηση της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής;

Δεν αμφισβητούμε, βεβαίως, σε καμιά περίπτωση ότι η παρέμβαση του εκπαιδευτικού μπορεί να έχει θετικές ή αρνητικές συνέπειες, που μερικές φορές μάλιστα ξεπερνούν την παιδική και εφηβική ηλικία του μαθητικού πληθυσμού και προεκτείνονται σε ολόκληρη τη ζωή του.

Όμως, τα «συμβαλλόμενα υποκείμενα» της σχολικής επίδοσης δεν εξαντλούνται σε καμιά περίπτωση στη «θέληση» του μαθητή ή στο «ταλέντο» και την «αποδοτικότητα» του δασκάλου. Το «μαύρο κουτί» της αίθουσας διδασκαλίας περιλαμβάνει, όπως υπαινιχθήκαμε παραπάνω, αρκετούς «καταλύτες».

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

ΜΕΡΙΚΟΙ ΛΟΞΟΚΟΙΤΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΕΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΩΘΕΙ Ο ΟΜΠΑΜΑ ΣΤΙΣ ΗΠΑ

Πριν δυο περίπου χρόνια (16/3/2010) δημοσιεύθηκε στη The Guardian ένα άρθρο του Νίαλ Στάνειτζ  που παρουσιάζει – επιδοκιμάζοντας – τις αλλαγές που επιχειρεί ο Μπάρακ Ομπάμα στην εκπαίδευση των ΗΠΑ. Το άρθρο του Νίαλ Στάνειτζ (με τίτλο Obama knows teachers must try harder : O Ομπάμα έχει συνειδητοποιήσει πως οι δάσκαλοι πρέπει να δουλέψουν περισσότερο)  – παρόλο που γράφεται με μια άκρως νεοφιλελεύθερη ματιά- έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς παρουσιάζει τις αλλαγές που γίνονται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο άνεμος των οποίων έρχεται και στην Ευρώπη.

Το 41 σελίδων κείμενο καλείται να αντικαταστήσει το νόμο «κανένα παιδί να μη μείνει πίσω» (NCLB), που τον ψήφισε το 2002 ο πρόεδρος Μπους (Bush) και άφησε πίσω του αγράμματα παιδιά, κλειστά σχολεία, απολυμένους εκπαιδευτικούς και παιδεία σε συσκευασία κουπονιών και «μετρήσιμων στόχων».

Τώρα ο Ομπάμα θέλει να προχωρήσει περισσότερο. Μερικές από τις αλλαγές που προτείνει ο Ομπάμα :  Αντί π.χ. της διαδικασίας δημόσιας αξιολόγησης των σχολείων, με βάση αποκλειστικά τον έλεγχο στις επιδόσεις των μαθητών του στη γλώσσα και τα μαθηματικά, προτείνεται οι εκπαιδευτικοί να αξιολογούνται και με άλλα κριτήρια, όπως π.χ. η άνοδος της συχνότητας της παρουσίας των μαθητών στα μαθήματα ή η αύξηση των ποσοστών επιτυχούς τους αποφοίτησης. Πως θα αντιμετωπίζονται τα σχολεία που δεν έχουν καλά αποτελέσματα; Ο Ομπάμα το λεει καθαρά: με πλήρες κλείσιμό τους ή η απόλυση τουλάχιστο του 50% του διδακτικού προσωπικού· Παράλληλα ο Ομπάμα επιχειρεί να επεκτείνει τα λεγόμενα  «καταστατικά σχολεία» (σχολεία που χρηματοδοτούνται από το κράτος, αλλά λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, επιλέγοντας εντελώς ελεύθερα το προσωπικό τους).

Στη σημαντικότερη, από την ημέρα της εκλογής του στην προεδρία, ομιλία του για την εκπαίδευση, στο «επιμελητήριο ισπανόφωνων εμπόρων», εδώ κι ένα χρόνο ο Ομπάμα έδειξε τις πεποιθήσεις και τις προθέσεις του : «από τη στιγμή που οι μαθητές περνούν την πύλη ενός σχολείου, καθοριστικός παράγοντας της επιτυχίας ή της αποτυχίας τους δεν είναι το χρώμα του δέρματός τους ή το εισόδημα των γονιών τους, αλλά ο δάσκαλος που στέκεται εμπρός τους στην τάξη», δήλωσε. «Οι καλοί εκπαιδευτικοί που οι επιδόσεις των μαθητών τους βελτιώνονται περισσότερο, θα αμείβονται καλύτερα… Και είμαι σαφής πως δεν υπάρχει καμία δικαιολογία να συνεχίσουν να διδάσκουν άνθρωποι που τους έχει δοθεί μία ευκαιρία, δύο ευκαιρίες, τρεις ευκαιρίες για να βελτιωθούν -και δεν το κάνουν»..

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

ΠΕΝΤΕ ΣΗΜΕΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΡΩΤΗΜΑ: ΠΟΙΟΣ, ΠΟΙΟΝ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ

Σήμερα οφείλουμε να επαναφέρουμε τη συζήτηση για τα ζητήματα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού, ερχόμενοι σε ρήξη με την εικονική αναπαράσταση της πραγματικότητας, με τις «αρχάριες» αυταπάτες για την εκπαίδευση και τους βολικούς της μύθους.

Θεωρούμε ότι για να «μιλήσει» κανείς για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού πρέπει να απαντήσει σε ένα βασικό ερώτημα που συνοψίζεται σε λίγες λέξεις: ποιος αξιολογεί, ποιον αξιολογεί, γιατί τον αξιολογεί;

Ας δούμε, λοιπόν, επί της ουσίας την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.

1. Φυσικές και κοινωνικές αναγκαιότητες

Οι περισσότερες θεωρητικές προσεγγίσεις αναφέρονται στην «αξιολόγηση» ως έννοια «καθαυτήν», πέρα και πάνω από ιστορικούς και κοινωνικούς προσδιορισμούς. «Οι πάντες αξιολογούν τους πάντες και τα πάντα» είναι η φράση που συμπυκνώνει ποικίλες ιδεαλιστικές προσεγγίσεις, που προβάλλουν την υπερ-κοινωνικότητα και την αιωνιότητα των αξιών. Επιχειρώντας ένα πρώτο βασικό εννοιολογικό ξεκαθάρισμα επισημαίνουμε ότι, όταν αναφερόμαστε στην αξιολόγηση, «ανακαλύπτουμε» στο «σκληρό της δίσκο» το σύνολο των κοινωνικών πράξεων (με την ευρεία έννοια) και των νοητικών λειτουργιών που είναι απότοκός τους (πράξη – θεωρία – πράξη). Μπορούμε, δηλαδή, απονευρώνοντας κάθε επιχείρηση φυσιοποίησης του κοινωνικού να συλλάβουμε την αξιολόγηση (ατομική – ομαδική – συλλογική) σε δύο πεδία:

α) στο πεδίο της φυσικής αναγκαιότητας που «πιστώνεται» στις πρωταρχικές αναγκαιότητες (φαγητό, στέγη κ.λπ.)

β) στο πεδίο της κοινωνίας, του κοινωνικού ανθρώπου ως «πολιτικού όντος».

Είναι φανερό ότι στο δεύτερο πεδίο η αξιολόγηση περιλαμβάνει στις προδιαγραφές της την κυρίαρχη δομή, τον καταμερισμό εργασίας και τις παραγωγικές σχέσεις, την ταξική διαίρεση και την ιδεολογία.

2. Η αξιολόγηση δεν είναι ουδέτερη διαδικασία (ποιος αξιολογεί;)

Σε μια κοινωνία διαιρεμένη σε τάξεις δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τις έννοιες παρά μόνο μέσα από τις διαφορετικές οπτικές των βασικών αντίπαλων κοινωνικών τάξεων, των αναγκών και των συμφερόντων τους.

Έτσι οι «έννοιες» δίκαιο, ειρήνη, πόλεμος, παιδεία, οικονομία, διαφορετικά πράγματα σημαίνουν για τον εργαζόμενο και διαφορετικά για τον εργοδότη.

Με αυτό τον τρόπο οφείλουμε να «συλλάβουμε» τη φενάκη της θεωρίας της οικουμενικότητας, που από μια «σύγχρονη» σκοπιά επιχειρεί να δώσει διαταξική, υπεριστορική και υπερχρονική διάσταση στα σημερινά προβλήματα.

Υποστηρίζοντας την αρχή του διχασμού των εννοιών «απογαλακτιζόμαστε» από τις «συγκλησιακές» ή θεολογικές απόψεις των «θαυματουργών» της κυρίαρχης ιδεολογίας, ακυρώνουμε την «καθολικότητα» της αστικής σκέψης, υπερβαίνουμε την τριάδα «θέση – αντίθεση – σύνθεση» και «ξαναβαφτίζουμε» την ανάλυσή μας στην «πίστα» της διαλεκτικής που υποστηρίζει την ενότητα των αντιθέτων. Με αυτή την έννοια οριοθετούμε την ύπαρξη δύο τουλάχιστον αξιολογικών κρίσεων, την αξιολόγηση, που με πυλώνες τον έλεγχο, τη χειραγώγηση και την κατηγοριοποίηση-ιεράρχηση συντηρεί και αναπαράγει το αστικό σύστημα, και από την άλλη την αξιολόγηση που στοχεύει στην κοινωνική ανατροπή. Η δεύτερη σχετίζει την κριτική και τα μεθοδολογικά της όπλα (διαλεκτική, ανάλυση, σύνθεση) με ό,τι αποσαθρώνει, ουδετεροποιεί, αποδιοργανώνει το κεφαλαιοκρατικό σύστημα.

3. Η αξιολόγηση δεν είναι αυτόνομη λειτουργία (γιατί αξιολογεί;)

Λέγοντας «αυτόνομη» εννοούμε ότι, ενώ έχει αρχή (που είναι η μέτρηση της ανθρώπινης πνευματικής εργασίας και των αποτελεσμάτων της), ουκ έσται τέλος! Το τέλος της –υποτίθεται– παιδαγωγικής της διάστασης χάνεται στους οικονομικούς και εργασιακούς λαβυρίνθους· κοντολογίς, ανταποκρίνεται πλήρως στο καταστατικό των απαιτήσεων της αγοράς εργασίας που αποτελούν τη σύγχρονη ιδεολογική «γκαρνταρόμπα» του «σχολείου που άλλαξε αιώνα».

Σήμερα, που η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων είναι υπ΄ αριθμόν ένα στόχος, η αξιολόγηση δένεται μ΄ αυτόν και άρα όταν αναφερόμαστε στην αξιολόγηση, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το κύριο είναι τα παρεπόμενά της, και όχι καθαυτήν η λεγόμενη παιδαγωγική της σημασία (η οικονομία είναι το κύριο!).

4. Γιατί μόνο το ζωντανό στοιχείο; (Ποιον;)

Δεν ισχυριζόμαστε ότι οι εκπαιδευτικοί είναι «άγγελοι». Ο εκπαιδευτικός δεν είναι ούτε «μοναδικός ένοχος» ούτε «ολοκληρωτικά αθώος» για όσα συμβαίνουν στη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κανείς, όμως, σοβαρός μελετητής των εκπαιδευτικών μας πραγμάτων δε θεωρεί αποκλειστικές παραμέτρους στην εκπαίδευση τα ζωντανά της στοιχεία (μαθητές – εκπαιδευτικοί). Μια σειρά άλλοι όροι, όπως το αναλυτικό πρόγραμμα, η υποδομή, τα βιβλία, ο κοινωνικός περίγυρος, η τιμή του απολυτηρίου, ο μισθός εργασίας, οι παιδαγωγικές μέθοδοι είναι εξίσου σημαντικοί. Μια «σοβαρή» αξιολογητική προσπάθεια θα συμπεριλάμβανε, λοιπόν, τη μέτρηση-κατάταξη του συνόλου των όρων για το «επιθυμητό αποτέλεσμα». Εντούτοις βλέπουμε ότι το επιλεκτικό κριτήριο υπερισχύει. Μόνο η ανθρώπινη προσπάθεια αξιολογείται, και όχι τυχαία.

5. Θύτες και θύματα ή ο διχασμός του εκπαιδευτικού (ούτε ολοκληρωτικά αθώοι ούτε μοναδικοί ένοχοι!)

Αν θέλουμε να είμαστε τόσο επιστημονικά ακριβείς όσο και δίκαιοι, οφείλουμε να «αναγνώσουμε» τη σχολική πραγματικότητα από όλες τις πλευρές. Ο εκπαιδευτικός καλείται όχι μόνο να μεταδώσει γνώσεις (θεωρίες περί του λειτουργήματος), αλλά και να απορρίψει, να κατηγοριοποιήσει, να κατατάξει το μαθητικό δυναμικό. Χωρίς να είναι αποκλειστικός ένοχος για τους ταξικούς φραγμούς (κοινωνικοί όροι, οικογενειακή κατάσταση κ.λπ.), εντούτοις αποτελεί το ενδιάμεσο αναγκαίο μεσολαβητικό στάδιο για την κοινωνική αναπαραγωγή των ανισοτήτων στο χώρο του σχολείου.

Ο κατανεμητικός και ιδεολογικός μηχανισμός της εκπαίδευσης χρησιμοποιεί τον εκπαιδευτικό στο σημείο-κλειδί της λειτουργίας του στην αξιολόγηση. Ο μικροαστικός οικονομισμός αρνείται να δει το διπλό ρόλο του εκπαιδευτικού, ενώ ο μικροαστικός ρομαντισμός και οι οπαδοί της «κοινωνίας χωρίς σχολεία» περιορίζονται μόνο στην κριτική της μιας δράσης του. Η αλήθεια βρίσκεται στη διπλότητα του ρόλου των δασκάλων.

Ούτε «μοναδικοί ένοχοι» ούτε «ολοκληρωτικά αθώοι». Η συζήτηση-απάντηση για την αξιολόγηση είναι δίκαιη και ολοκληρωμένη, όταν συμπεριλάβει και την αθέατη πλευρά της εκπαιδευτικής λειτουργίας απέναντι στους μαθητές.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

ΤΑ ΝΕΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Δίπλα στις «εκθέσεις υπηρεσιακής ευδοκιμότητας» έρχονται να προστεθούν πιο περίπλοκα μοντέλα αξιολόγησης που προσπαθούν να νομιμοποιηθούν στη συνείδηση των εκπαιδευτικών ως επιστημονικά, αντικειμενικά, δίκαια, χρήσιμα για τη βελτίωση τους.

Η «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου», η «διαφορική επίδοση», η «αυτο-αξιολόγηση», η «αξιολόγηση της σχολικής μονάδας», «οι δείκτες ποιότητας της εκπαί­δευσης», η «αξιολόγηση για τη βελτίωση του σχολείου» είναι το νέο εννοιολογικό οπλοστάσιο του εκσυγχρονισμένου επιθεωρητισμού.

Η αποκρουστική και παλιομοδίτικη φιγούρα του επιθεωρητή, που έγραφε εκθέσεις για το ήθος του εκπαιδευτικών κατακρίνοντας τους για τα πολιτικά τους φρονήματα ή για το μήκος της φούστας στην περίπτωση των γυναικών εκπαιδευτικών, έχει αντικατασταθεί από μια ελκυστική φιγούρα: τον «επιστήμονα» αξιολογητή που έρχεται στο σχολείο με φόρμες που περιέχουν εκατοντάδες δείκτες, συζητά νηφάλια με τους εκπαιδευτικούς τα προβλήματα τους – πολλές φορές η συζήτηση γίνεται σε ένα κύκλο που θυμίζει έντονα ψυχοθεραπευτική ομάδα-, τους κτυπάει φιλικά στην πλάτη, υποστηρίζει σε όλους τους τόνους ότι η όλη διαδικασία έχει σκοπό να βελτιώσει το σχολείο, να βοηθήσει τον εκπαιδευτικό και το μαθητή, να κάνει τα «σχολεία να μιλήσουν για τον εαυτό τους» και να «ακουσθεί η φωνή των γονιών», των «μαθητών» – παραβλέποντας ότι όποτε η φωνή των μαθητών και των γονιών ακούγεται στα συλλαλητήρια για την παιδεία δεν «εισακούεται» ή την στομώνουν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους αν είναι ιδιαίτερα…δυνατή -, να κάνει τα σχολεία πιο χρήσιμα στην αγορά εργασίας ώστε να βρίσκουν οι νέοι δουλειά και να μην μένουν άνεργοι, να αναδείξει και να ανταμείψει τον εκπαιδευτικό που εργάζεται.

Ο νεοεπιθεωρητισμός είναι ελκυστικότερος από τον παλιό. Όμως, αν ξύσουμε με προσοχή τις νέες μορφές αξιολόγησης θα βρούμε από κάτω τον παλιό επιθεωρητή. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Η Διαφορική Επίδοση

Η πρώτη μορφή – και η σκληρότερη εκδοχή- του νέου επιθεωρητισμού είναι η χρήση της «διαφορικής επίδοσης» του μαθητή στην αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών. Διαφορική επίδοση είναι η διαφορά που προκύπτει αν από την επίδοση του μαθητή σε κάποιο διαγώνισμα ή ειδικά σταθμισμένο τεστ σε κάποια χρονική στιγμή αφαιρέσουμε την επίδοση του σε ανάλογο τεστ που έγινε πριν από κάποιο χρονικό διάστημα (αρχή του σχολικού έτους, τρίμηνο, εξάμηνο κ.λπ.).

Η θετική διαφορά στην επίδοση αποκαλείται «προστιθέμενη αξία» (value added). Αν δηλαδή ο μαθητής βαθμολογήθηκε με 12 σε κάποιο σταθμισμένο τεστ των μαθηματικών στην αρχή της σχολικής χρονιάς και μετά από 6 μήνες σε κάποιο ανάλογο τεστ βαθμολογήθηκε με 16, τότε προκύπτει μια θετική διαφορά 4 βαθμών που «δείχνει» ότι ο μαθητής βελτιώθηκε στο μάθημα. Μπορεί όμως ο μαθητής να γράψει στο δεύτερο τεστ λιγότερο από ότι στο πρώτο, δηλαδή αντί για 12 να γράψει 8. Αυτό δείχνει ότι ο μαθητής δεν έχει παρουσιάσει καμία πρόοδο στα μαθηματικά. Οι «ειδικοί» επιστήμονες που ασχολούνται με την αποτελεσματικότητα του σχολείου,  θεωρούν ότι το σχολείο παίζει σημαντικό ρόλο τόσο στη βελτίωση όσο και στην στασιμότητα της επίδοσης του μαθητή. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι οι πολλοί επιστήμονες που κινούνται σε αυτό το παράδειγμα δεν υποστηρίζουν ότι για την επίδοση του μαθητή ευθύνονται αποκλειστικά και μόνο το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί. Το «σύνθημα» τους, που είναι και το σήμα κατατεθέν του κινήματος για τα αποτελεσματικά σχολεία είναι «τα σχολεία μπορούν να κάνουν τη διαφορά» (schools can make the difference).

Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, που θα ήταν παράλογο και εκτός πραγματικότητας να την αρνηθεί ένας εκπαιδευτικός αφού αν υποστήριζε ότι το σχολείο δεν παίζει κανένα ρόλο στην επίδοση των μαθητών θα ήταν εκτός πραγματικότητας και θα ακύρωνε και το επάγγελμα του σε τελική ανάλυση, οι επιστήμονες προσπαθούν να συσχετίσουν στατιστικά την επίδοση του μαθητή με μια σειρά από άλλες παραμέτρους που θεωρούν ότι την καθορίζουν όπως ο αριθμός των μαθητών στην τάξη, τα τυπικά προσόντα του καθηγητή, η περιοχή που βρίσκεται το σχολείο, η κοινωνική προέλευση του μαθητή, το επάγγελμα του πατέρα κ.λπ. Αυτό που τελικά προκύπτει από αυτές τις έρευνες είναι στατιστικές συσχετίσεις που τελικά διαβάζονται και ερμηνεύονται «κατά το δοκούν» από όποιον κάνει εκπαιδευτική πολιτική ή ενδιαφέρεται για αυτήν.

Έτσι, το σλόγκαν «τα σχολεία μπορούν να κάνουν τη διαφορά» παραφράζεται από τους συντηρητικούς πολιτικούς και τους νεοφιλελεύθερους στο «τα σχολεία κάνουν όλη τη διαφορά», ενοχοποιώντας τους εκπαιδευτικούς για ό,τι συμβαίνει στο σχολείο και κρύβοντας με επιμέλεια τις δικές τους ευθύνες και τις ευθύνες του κοινωνικού συστήματος που υπηρετούν.

Από την πλευρά τους, οι ερευνητές της σχολικής αποτελεσματικότητας μπορεί να εκφράζουν σε ιδιωτικές συζητήσεις ή σε μικρά επιστημονικά φόρουμ και ημερίδες, με εύσχημο πάντα και χαμηλών τόνων τρόπο, τη δυσαρέσκεια τους για αυτού του είδους την πολιτική χρήση της δουλειάς τους, όμως αυτό δεν γίνεται ανοικτά ούτε στο βαθμό που πρέπει καθώς ο εργοδότης τους είναι το κράτος και τα ερευνητικά κέντρα που ελέγχουν και χρηματοδοτούν αυτές τις έρευνες και όχι το ζωντανό εκπαιδευτικό κίνημα, με το οποίο οι επιστήμονες δεν έχουν συνήθως καμία σχέση και κανένα δεσμό. Το ζήτημα φυσικά δεν είναι απλά θέμα προσωπικής επιλογής και δεν πρέπει να μετατίθεται στην ηθική ή την πολιτική τοποθέτηση των ανθρώπων που εργάζονται στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα. Το ζήτημα είναι δομικό και έχει να κάνει με τον πυρήνα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Δεν πρέπει να διαφεύγει ότι η χρηματοδότηση των πανεπιστήμιων και οι αποδοχές των πανεπιστημιακών, ακόμη και η αξιολόγηση τους σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαρτώνται από το κατά πόσο συμμετέχουν σε ερευνητικά προγράμματα πολυεθνικών εταιρειών ή της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμη και γι’ αυτόν που διαφωνεί επιστημονικά και ιδεολογικά με αυτή την πραγματικότητα τα «περιθώρια επιβίωσης» στενεύουν. Έτσι, το ένα γρανάζι πιάνει το άλλο.

Το αποτέλεσμα είναι οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του αστισμού να βρίσκουν «πεδίο δόξης λαμπρόν» στην κοινή γνώμη και σε εκπαιδευτικούς, που από τα χρόνια των πανεπιστημιακών σπουδών τους, έχουν γαλουχηθεί στην αναζήτηση της σχολικής αποτελεσματικότητας ερήμην οποιουδήποτε κριτικού στοχασμού σχετικά με την εκπαίδευση, το σχολείο, το περιεχόμενο του, την κυρίαρχη ιδεολογία, κ.λπ. Άλλωστε, να το τονίσουμε ακόμη μια φορά, ο κριτικός στοχασμός ούτε χρηματοδοτείται ούτε αξιολογείται θετικά καθώς δεν φέρνει κέρδη στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και τις υπερεθνικές ενώσεις, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο ΟΟΣΑ, που αξιολογούν και χρηματοδοτούν τα πανεπιστήμια. Όπως επισημαίνει και ο πανεπιστημιακός Γιάννης Μαρμαρινός «υπό την πίεση των μετανεωτερικών και νεοφιλελεύθερων-αγοροκεντρικών απόψεων, μετακινήθηκε το ενδιαφέρον των περισσότερων ερευνητών από την ταξική ανάλυση και τη θεωρία της αναπαραγωγής προς άλλες αναζητήσεις (διαμόρφωση ταυτότητας, υποκειμενικότητας, ανάλυση λόγου κ.λπ., αλλά βεβαίως και διαχείριση-εκτέλεση και αποτελεσματικότητα κ.ά.), μειώθηκε το ενδιαφέρον για περαιτέρω διερεύνηση θεμάτων…Η νέα θεότητα τώρα πλέον, την οποίαν επέβαλε η πολιτικοοικονομική συγκυρία και στην οποίαν καίγονται άφθονοι κατ’ έτος ερευνητικοί και άλλου είδους λιβανωτοί, είναι η αποτελεσματικότητα του σχολείου. Επονομάζεται ήδη και “προστιθέμενη αξία” η επίδραση που ασκεί, το μαθησιακό προϊόν που παράγει το αποτελεσματικό σχολείο, για να μη φανεί ότι αγνοείται τελείως ο ρόλος του οικογενειακού περιβάλλοντος του μαθητή ή άλλοι εξωσχολικοί παράγοντες». Έτσι, και συγγραφείς που είχαν πρωτοστατήσει στη διαμόρφωση του κριτικού στοχασμού στην εκπαιδευτική θεωρία και έρευνα, όπως ο David Hargreaves, έχουν σήμερα στραφεί σε έρευνες για το «πώς το υπάρχον σχολείο θα λειτουργήσει καλύτερα», «πως θα πετύχει καλύτερα τους σκοπούς του» εγκαταλείποντας πλήρως την παλιά τους τοποθέτηση και προβληματική.

Η πολιτική «αξία χρήσης» των ερευνών σχολικής αποτελεσματικότητας είναι άμεσα ορατή. Καθημερινά, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τις προβάλλουν με τρόπο που να «στριμώχνουν» τους «κακούς» και «ακαμάτηδες» εκπαιδευτικούς στον τοίχο. Σε περιόδους έντασης των ταξικών αγώνων στην εκπαίδευση ή όταν τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών διεκδικούν αύξηση της χρηματοδότησης, οι εκάστοτε κυβερνώντες και οι επιστημονικοί τους σύμβουλοι θυμούνται ότι «κάποιος», «κάπου», σε «κάποια» έρευνα έδειξε ότι η χρηματοδότηση ή ο αριθμός των μαθητών στην τάξη δεν επηρεάζουν σημαντικά (το «σημαντικά» συνήθως απαλείφεται) την επίδοση των μαθητών και κατά συνέπεια οι διεκδικήσεις του εκπαιδευτικού κινήματος δεν έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου συνδικάτα εκπαιδευτικών χρηματοδότησαν «αντι-έρευνες» στις έρευνες που χρησιμοποιούσε το κράτος και οι ιδεολογικοί του μηχανισμοί προκειμένου να ξεσκεπάσουν στην κοινή γνώμη την αλήθεια.

Η «βελτιωτική» αξιολόγηση και η αυτοαξιολόγηση: η οργανική εξέλιξη του επιθεωρητισμού

 Απέναντι στην αξιολόγηση με κριτήριο την επίδοση έχουν αναπτυχθεί, τα τελευταία χρόνια, οι προσεγγίσεις της «βελτιωτικής αξιολόγησης» και της «αυτοαξιολόγησης». Οι προσεγγίσεις αυτές χρησιμοποιούνται ή εναλλακτικά ή συμπληρωματικά με την αξιολόγηση της διαφορικής επίδοσης. Οι προσπάθειες για τη «νέα αξιολόγηση», την «αυτοαξιολόγηση», την «εσωτερική αξιολόγηση» αποτελούν τον πυρήνα χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία φαίνεται να δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για αυτούς τους νέους τρόπους αξιολόγησης που σε σχέση με τους παραδοσιακούς έχουν ένα σημαντικό πολιτικό όφελος: εμπλέκουν στις διεργασίες τους ένα μεγάλο και σημαντικό τμήμα προοδευτικών και δραστήριων εκπαιδευτικών σπάζοντας το εκπαιδευτικό μέτωπο ενάντια στην αξιολόγηση σε κομμάτια. Η νέα αξιολόγηση φαίνεται περισσότερο σαν εθνογραφική έρευνα στο σχολείο παρά σαν διοικητική και αυταρχική διαδικασία και έχει την ικανότητα σε επίπεδο ρητορικής και πρακτικής να ενσωματώνει όψεις της κριτικής της Νέας Αγωγής στο παραδοσιακό σχολείο καθώς και όψεις της επιστημολογικής κριτικής προς το θετικισμό.

 Οι ερευνητές που κινούνται στο χώρο της «βελτιωτικής αξιολόγησης» και της αυτοαξιολόγησης επισημαίνουν ότι υπάρχουν τρία είδη αξιολόγησης που το καθένα έχει διαφορετικό σκοπό και διαφορετική λειτουργία: η αξιολόγηση της ανάπτυξης του σχολείου που παραπέμπει στην διαφορική επίδοση (evaluation of school development), η αξιολόγηση για την ανάπτυξη του σχολείου που είναι διαμορφωτική αξιολόγηση (evaluation for school development – “formative evaluation”) και η αξιολόγηση ως μηχανισμός ανάπτυξης τους σχολείου που είναι η αυτοαξιολόγηση (evaluation as school development – “self-evaluation”). Για να συνδεθεί η διαδικασία της αξιολόγησης με τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος πρέπει τα αποτελέσματα της να αξιοποιηθούν πρακτικά από αυτούς που χαράσσουν την εκπαιδευτική πολιτική (policy makers) και τους εκπαιδευτικούς. Υποστηρίζουν έτσι ότι δεν είναι υπέρ της αξιολόγησης που «τιμωρεί» αλλά υπέρ της αξιολόγησης που «βοηθά» τον εκπαιδευτικό. Θεωρητικά, οι υποστηρικτές της βελτιωτικής αξιολόγησης / αυτοαξιολόγησης στηρίζονται στην παράδοση προοδευτικών παιδαγωγών στη Μεγάλη Βρετανία (όπως ο Lawrence Stenhouse) και ερευνητών που εντάσσονται στο ανθρωπολογικό παράδειγμα όπως ο Hamilton. Προτείνουν έτσι τεχνικές αξιολόγησης που δίνουν έμφαση στην ερμηνεία και την κατανόηση των εκπαιδευτικών καταστάσεων και όχι στη μέτρηση αποτελεσμάτων. Οι τεχνικές συλλογής στοιχείων για την αξιολόγηση παραπέμπουν σε μια εθνογραφική ποιοτική έρευνα, όπου όλοι οι συμμετέχοντες (διευθυντής, γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικοί) δίνουν την οπτική τους γωνία και παράλληλα στοχάζονται πάνω σε αυτήν..

Οι καλοπροαίρετοι εκπαιδευτικοί που παρακολουθούν την συζήτηση για την βελτιωτική αξιολόγηση / αυτοαξιολόγηση την αποδέχονται ως διαδικασία, καθώς βλέπουν ότι τους δίνεται η ευκαιρία να προβάλουν την εργασία τους στο σχολείο καθώς η αυτοαξιολόγηση φαίνεται σαν μια ποιοτική έρευνα που συλλέγει ποιοτικά στοιχεία από όψεις της σχολικής ζωής και τα αναδεικνύει. Παράλληλα, η συμμετοχή στα ερευνητικά προγράμματα της αυτοαξιολόγησης δίνει ευκαιρία για ταξίδια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμμετοχή σε forum προβληματισμού με εκπαιδευτικούς από τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, διοργάνωση forum ακόμη και με συμμετοχή μαθητών από διάφορες χώρες που λένε και αυτοί την άποψη τους για το σχολείο κ.λπ. Υπό αυτούς τους όρους η αυτοαξιολόγηση διεξάγεται έξω από το πεδίο της «πραγματικής» σχολικής ζωής, πέρα και μακριά από τις ενδεχόμενες τριβές και εντάσεις που δημιουργεί η καθημερινή ζωή σε ένα σχολείο με τα όποια προβλήματα του, ενώ οι μετέχοντες απολαμβάνουν την «ασφάλεια» της ερευνητικής διαδικασίας, καθώς μια αρνητική κρίση ή κριτική σε ένα forum ή σε ένα πιλοτικό πρόγραμμα αξιολόγησης μπορεί να φέρνει πικρία ή να προκαλεί τον εγωισμό αυτού που δέχεται την κριτική, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει καμία επίπτωση στην εργασιακή και υπηρεσιακή του κατάσταση. Η αυτοαξιολόγηση δημιουργεί «φανατικούς» οπαδούς, καθώς δεν είναι λίγο πράγμα στους εκπαιδευτικούς και στους μαθητές / τριες που το σχολείο σήμερα δεν προσφέρει καμία ουσιαστική συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, αλλά σε πολλές περιπτώσεις απαξιώνει την προσωπικότητα και την εργασία τους καθημερινά, να ταξιδέψουν σε κάποια άλλη χώρα και να τους δοθεί ο λόγος σε ένα ευρωπαϊκό forum για να εκφράσουν την άποψη τους για το σχολείο, την οποία την «ακούν» μαθητές άλλων χωρών, εκπαιδευτικοί, πανεπιστημιακοί, εμπειρογνώμονες διεθνών οργανισμών.

    Όμως, όσο η διαδικασία προχωρά και η αυτοαξιολόγηση  μπαίνει υπό την αιγίδα κυβερνήσεων που θέλουν να τη χρησιμοποιήσουν στα σχολεία τους χάνει τον αρχικό «αθώο» και «βελτιωτικό» χαρακτήρα της και μετεξελίσσεται σε επιθεωρητισμό, αποτελώντας την οργανική μετεξέλιξη του.

Μελετώντας την σχετική βιβλιογραφία με την αυτοαξιολόγηση εύκολα διαπιστώνεται η μετατόπιση της προβληματικής της. Από την αρχική αντίθεση απέναντι στην «αξιολόγηση του τελικού προϊόντος» του σχολείου, που είναι η επίδοση των μαθητών, η προσέγγιση της αυτοαξιολόγησης έχει περάσει σε μια σύνθεση με την εξωτερική αξιολόγηση την οποία τελικά δεν αρνείται αλλά παρουσιάζεται ως οργανικό της συμπλήρωμα.

Η αυτοαξιολόγηση εγγράφεται μέσα στη λογική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και είναι η οργανική εξέλιξη του επιθεωρητισμού στο «μεταμοντέρνο» σχολείο. Ο John MacBeath και οι συνεργάτες του στο τελευταίο τους βιβλίο δεν αντιδιαστέλουν την «κακή» εξωτερική αξιολόγηση από την «καλή» εσωτερική. Τις θεωρούν και τις δύο το ίδιο αναγκαίες και το ίδιο συμπληρωματικές πλέκοντας όμως πρώτα το εγκώμιο στην εξωτερική αξιολόγηση και τους επιθεωρητές Τα «σώματα επιθεωρητών…επιχειρούν να διασφαλίσουν ότι τα σχολεία παρέχουν ποιοτική εκπαίδευση, ό,τι αξιοποιούν αποτελεσματικά τους πόρους τους…Η εξωτερική αξιολόγηση συμβάλλει επίσης στη συνειδητοποίηση της κοινής γνώμης σε θέματα ποιότητας, δημοσιεύοντας εκθέσεις για τη γενική κατάσταση του εκπαιδευτικού συστήματος ή για μεμονωμένα σχολεία…Η εξωτερική αξιολόγηση μπορεί να δώσει στα σχολεία ανατροφοδότηση…να εφαρμοστεί η αυτοαξιολόγηση και να βρεθεί η καλύτερη ισορροπία στη σχέση εξωτερικής και εσωτερικής αξιολόγησης».

Σκιαγραφώντας τους παράγοντες που καθιστούν αναγκαία την αυτοαξιολόγηση ο MacBeath και οι συνεργάτες του θεωρούν ως πρώτη την αποκέντρωση, την οποία περιγράφουν ως «αυτονομία του σχολείου» σημασιοδοτώντας θετικά τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην Ολλανδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σουηδία και τη Δανία που είναι η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών και το ρίξιμο των σχολείων στη ζούγκλα του ανταγωνισμού για να εξασφαλίσουν μαθητές και χρηματοδότηση. Η κατάσταση που έχει προκαλέσει ο νεοφιλελευθερισμός στα σχολεία δεν απασχολεί καθόλου τον MacBeath που ρίχνει όλο το βάρος στο ανθρώπινο δυναμικό της εκπαίδευσης.

Η ψευδαίσθηση των εκπαιδευτικών, ότι η αυτοαξιολόγηση θα αναδείξει όψεις της δουλειάς τους και θα τις επιβραβεύσει (με τι άραγε σε μια εποχή λιτής και σφιχτής εισοδηματικής πολιτικής;), δηλαδή το πόσα προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης κάνουν στο σχολείο, πόσα θεατρικά έργα, τι εκδηλώσεις, αν βγάζουν ή όχι εφημερίδα, χωρίς να υπολογίζεται η επίδοση των μαθητών τους σε εθνικές εξετάσεις ή σταθμισμένα τεστ, διαλύεται από τους ίδιους τους θεωρητικούς της αυτοαξιολόγησης. Όλη αυτή η ρητορική περί αποτίμησης και ανάδειξης της προσπάθειας των εκπαιδευτικών και πως μπορούν να τα πάνε καλύτερα ήταν μέχρι να γίνει αποδεκτή στη συνείδηση τους η ανάγκη της αυτοαξιολόγησης. Να το πούμε άλλη μια φορά: δεν μπορεί να υπάρξει αξιολόγηση χωρίς σύγκριση επίδοσης μαθητών. Ο John MacBeath και οι συνεργάτες του στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα της αυτοαξιολόγησης είναι ειλικρινείς και αποκαλυπτικοί καθώς γράφουν:

«Η επίδοση των μαθητών στις εξετάσεις είναι κάτι που μπορεί να μετρηθεί και να συγκριθεί», «Οι επιδόσεις σας στην ιστορία ή στη βιολογία εξαρτώνται από την αποτελεσματικότητα των καθηγητών σας», «είναι εύκολο να κατηγορείς τα πάντα, τους κακούς μαθητές, τους αδιάφορους γονείς, την έλλειψη εξοπλισμού, την ανεπαρκή κρατική χρηματοδότηση», «η αξιολόγηση θα πρέπει να είναι μια συνεχής διαδικασία, ενσωματωμένη στη σχολική ζωή», «Από τη μια πλευρά να έχουμε μια ευρεία αξιολόγηση, που θα εξετάζει το σχολείο στο σύνολο του, κάτι σαν τις γενικές εξετάσεις που κάνουν οι άνθρωποι – πίεση, σφυγμό, χοληστερίνη, καταλαβαίνετε. Και από την άλλη μια εμβάθυνση με πιο ευαίσθητα εργαλεία, που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε επίπεδο τάξης και θα μας επιτρέπουν να εξετάζουμε σαν σε μικροσκόπιο, όλες τις μικρές λεπτομέρειες, τις μικρές ανακατατάξεις της καθημερινότητας».

Και για όλους όσους ακόμη πιστεύουν ότι επειδή εργάζονται με όλη τους την ψυχή και με μεράκι μέσα στο σχολείο αρκεί για την αυτοαξιολόγηση ο καλός λόγος των μαθητών τους και των συναδέρφων τους ο John MacBeath και οι συνεργάτες του διαλύουν και τις τελευταίες αυταπάτες τους: «Οι μαθητές λένε ότι οι εκπαιδευτικοί είναι καλοί στη δουλειά τους, οι εκπαιδευτικοί λένε ότι το σχολείο έχει καλή φήμη. Σύμφωνοι, αυτή είναι απλώς η γνώμη τους…». Πώς μπορεί κατά τους θεωρητικούς της αυτοαξιολόγησης να αποδειχθεί η εγκυρότητα της κρίσης όσων συμμετέχουν σε αυτήν; Ιδού η απάντηση: «όταν οι μαθητές έλεγαν ότι οι καθηγητές ήταν αποτελεσματικοί, αυτό επιβεβαιώνονταν και από τη μέτρηση της προόδου των μαθητών». Δηλαδή από την επίδοση στις εξετάσεις.

Στην πραγματικότητα, ο κεντρικός άξονας της αυτοαξιολόγησης δεν είναι αν το σχολείο στο οποίο εργαζόμαστε είναι κοντά σε μια «εκδοχή» ενός μη συντηρητικού σχολείου. Το κεντρικό ερώτημα της αυτοαξιολόγησης είναι να εξετάσει όλος ο σύλλογος των διδασκόντων τι πρέπει να γίνει στο σχολείο για να αυξηθεί η επίδοση των μαθητών στις εξετάσεις.

Όμως, και για το ζήτημα της αυτοαξιολόγησης ως διαδικασίας δημοκρατικής συζήτησης και αναστοχασμού μέσα στο σύλλογο διδασκόντων, ενδεικτική είναι η θέση του Lawton, ενός συγγραφέα που ασχολείται ιδιαίτερα με το ζήτημα της διαμόρφωσης της σχολικής κουλτούρας. Ο Lawton θεωρεί ότι μέσα σε ένα σύλλογο πρέπει να υπάρχει ελευθερία απόψεων. Επισημαίνει όμως, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι η πλειονότητα του συλλόγου διδασκόντων πρέπει σε γενικές γραμμές να ασπάζεται τον «χριστιανικό ανθρωπισμό» και την «ευρωπαϊκή κουλτούρα», δηλαδή τις βασικές κατευθύνσεις της νεοφιλελεύθερης Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οικονομική και κοινωνική πολιτική. Τι γίνεται όμως αν δεν τις ασπάζεται ο σύλλογος ή κάποιοι μέσα στο σύλλογο; Πώς θα κινηθεί η αυτοαξιολόγηση με ανθρώπους που διαφωνούν με τους κεντρικούς αξιακούς προσανατολισμούς του αναλυτικού προγράμματος και επιδιώκουν την ανατροπή του; Πώς θα λειτουργήσει η αυτοαξιολόγηση σε ένα ελληνικό γυμνάσιο που πρέπει με το νόμο να κάνει μια ώρα παραπάνω αρχαία ελληνικά και οι φιλόλογοι έχουν την άποψη ότι αυτό δεν πρέπει να γίνει αλλά αντίθετα το τυπικό της αρχαίας ελληνικής δεν πρέπει να διδάσκεται στην υποχρεωτική εκπαίδευση; Πώς θα «αυτοαξιολογηθούν» μαζί εκπαιδευτικοί που πιστεύουν ότι το σχολείο πρέπει να δίνει γνώσεις για την αγορά εργασίας μαζί με αυτούς που πιστεύουν ότι το σχολείο πρέπει να κάνει κριτικούς και μαχητικούς πολίτες που θα αγωνισθούν για να ένα καλύτερο κόσμο; Σοβαρά ερωτήματα που τα γεννά η μήτρα μιας ταξικής κοινωνίας που σαν μεγάλος προβολέας χρωματίζει με το χρώμα του φωτός του όλες τις επιμέρους κοινωνικές δομές και τους θεσμούς. Ερωτήματα στα οποία από ένα σημείο και ύστερα δεν μπορεί να υπάρξει συναίνεση αλλά σύγκρουση και αγώνας για τη διεκδίκηση ενός άλλου σχολείου. Ο Lawton, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, απαντά τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις: «μπορεί σε κάθε σύλλογο να υπάρχει και ένας τέτοιος καθηγητής», αλλά …αν είναι περισσότεροι «τότε κινδυνεύει η σταθερότητα της σχολικής κουλτούρας». Η απάντηση του δείχνει με σαφήνεια που πάνε τα πράγματα στο «ανοικτό» και «μεταμοντέρνο» σχολείο: στην πειθάρχηση του εκπαιδευτικού που διαφωνεί με την κυρίαρχη ιδεολογία και στη συμμόρφωση του, όχι αυτή τη φορά από τον επιθεωρητή, αλλά από…το σύλλογο διδασκόντων που «αυτοαξιαλογείται» εκτελώντας χρέη «συλλογικού επιθεωρητή».

 Από το όλο εγχείρημα της βελτιωτικής αξιολόγησης / αυτοαξιολόγησης απουσιάζουν δύο βασικά στοιχεία προβληματισμού: ότι το σχολείο δεν λειτουργεί για το «κοινό καλό» αλλά στον καπιταλισμό έχει μια έντονη επιλεκτική λειτουργία και εκ των προτέρων δεν μπορούν να πάνε όλοι καλά στο σχολείο και ότι η σχολική γνώση δεν είναι «ουδέτερη» καθώς εγγράφει συγκεκριμένες ιδεολογικές επιλογές των πολιτικά κυριάρχων ομάδων και τάξεων. Από τη συζήτηση της αυτοαξιολόγησης εξοβελίζεται το ερώτημα του «ποιος έχει την εξουσία» στην εκπαίδευση και την κοινωνία, ποιος καθορίζει τα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία, ποιος οργανώνει τις εξετάσεις, ποιος φτιάχνει την εκπαιδευτική νομοθεσία, ποια είναι η συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε όλα αυτά.

 Ουσιαστικά η αυτοαξιολόγηση δημιουργεί την εντύπωση ότι η κυβέρνηση δεν γνωρίζει τα προβλήματα της εκπαίδευσης και οι καθηγητές θα τις τα γνωστοποιήσουν μέσα από τις φόρμες που θα συμπληρώσουν. Αυτό που αποτελεί αντικείμενο συνδικαλιστικής διεκδίκησης και λύνεται μόνο μέσα από μαζικούς αγώνες εμφανίζεται ως «αθώα» άγνοια του κράτους, το οποίο μέσα από την αυτοαξιολόγηση θα…ενημερωθεί!!!

Η αυτοαξιολόγηση, την οποία ακόμη η σοσιαλδημοκρατία θεωρεί «βασικό συντελεστή της όλης διαδικασίας για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου», είναι μια «ψευδεπίγραφη συμμετοχή» των εκπαιδευτικών, μια «σοσιαλδημοκρατική καρικατούρα» που το μόνο που θα κάνει είναι να επιφορτίσει με γραφειοκρατικό έργο τους εκπαιδευτικούς (συμπλήρωση φορμών με δείκτες) χωρίς να προσφέρει κάτι ουσιαστικό στη λειτουργία του σχολείου. Και αυτά δεν αποτελούν «μελλοντολογία» αλλά διαπιστώσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας σε χώρες που υπάρχει η αυτοαξιολόγηση.

Η αυτοαξιολόγηση δεν θέτει κριτικά ερωτήματα «γιατί διδάσκουμε αυτή τη γνώση» αλλά μόνο «πως το σχολείο θα λειτουργήσει σαν ένα καλολαδωμένο γρανάζι στην υπηρεσία του συστήματος». Όποιος διαφωνεί με το σύστημα θα …κατεβαίνει από το τρένο, όχι απλώς με τη βούλα ενός επιθεωρητή αλλά πλέον με τη «συλλογική» απόφαση του συλλόγου διδασκόντων. Έτσι, απλά και … «δημοκρατικά».

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4

Εάν ήθελε να βρει κανείς τους εισηγητές των «νέων» μορφών αξιολόγησης στη χώρα μας θα πρέπει να τους ψάξει σε διανοούμενους που βρίσκονται στο χώρο του Συνασπισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το 2008, το τμήμα Παιδείας του ΣΥΝ διατύπωνε το “αίτημα”:

Συμβολή του Τμήματος Παιδείας της ΚΠΕ στο πρόγραμμα του ΣΥΝ – Οκτ.2008

ΤΜΗΜΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝ

Εσωτερική αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας:

Αποτίμηση των εκπαιδευτικών επιτευγμάτων των σχολείων μέσα από συλλογικές διαδικασίες αυτοαξιολόγησης, με στόχο τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου. Βασική προϋπόθεση, η συστηματική και πλήρης επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών (http://www.syn.gr/downloads/paideia_200810.pdf, σελ. 6)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5

Ενδιαφέρον έχουν και όσα συντελούνται στην Κύπρο και στο θέμα της αξιολόγησης επί Κυβερνήσεως ΑΚΕΛ. Στα παρακάτω αποσπάσματα μπορεί κανείς να δει την «Πρόταση για ένα νέο σύστημα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών λειτουργών – Απρίλιος 2009 / ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ – ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ» (http://www.paideia.org.cy/upload/neo_shedio_axiologisi.pdf) όπου είναι ολοφάνερη η κατεύθυνση με τις αντίστοιχες πολιτικές του ΠΑΣΟΚ και της Άννας Διαμαντοπούλου.

Είναι φανερό ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τόσο το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας όσο και το υπό το  ΑΚΕΛ Υπουργείο Παιδείας Κύπρου υλοποιούν τις κατευθύνσεις που έχουν υφανθεί στο Διευθυντήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βεβαίως το αδελφό κόμμα του ΑΚΕΛ το ΚΚΕ ενώ αντιπαρατίθεται και πολύ σωστά με τα σχέδια αξιολόγησης στην Ελλάδα δεν βρίσκει μια κουβέντα να πει για όσα αντίστοιχα γίνονται στην Κύπρο από το ΑΚΕΛ που κυβερνάει.

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Πρόταση για ένα νέο σύστημα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών λειτουργών

Απρίλιος 2009

Το Πρόγραμμα Διακυβέρνησης του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια περιλαμβάνει πρόταση για την εισαγωγή ενός νέου συστήματος αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών (σελ. 3)

… Η διαμόρφωση και εφαρμογή ενός νέου συστήματος αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών είναι επιβεβλημένη και θα συμβάλει, μαζί με τα άλλα μέτρα που προωθούνται στα πλαίσια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος. (ΣΕΛ 6)

… Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων πλαισιώνει την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και επιβεβαιώνει τη συμμετοχή περισσότερων παραγόντων στη σχολική ζωή.

«Παρά τις επιμέρους διαφορές από χώρα σε χώρα, η σχολική μονάδα –κυρίως οι εκπαιδευτικοί, αλλά κατά περίπτωση και οι γονείς/ μαθητές και οι λοιποί φορείς–αναλαμβάνουν το έργο της διαρκούς βελτίωσης της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών. Για το σκοπό αυτό αποτιμά συστηματικά όλες τις παραμέτρους του εκπαιδευτικού έργου (εσωτερική αξιολόγηση) αναζητώντας τόσο τις επιτυχείς πρακτικές όσο και –κυρίως– τα σημεία που είναι δεκτικά περαιτέρω βελτίωσης. Στη συνέχεια θέτει και ιεραρχεί τους στόχους ποιοτικής βελτίωσης και προγραμματίζει τα μέσα, τις διαδικασίες και τις ενέργειες που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων αυτών (σχεδιασμός βελτίωσης εκπαιδευτικού έργου). Τέλος εφαρμόζει με τρόπο οργανωμένο, ευέλικτο και συνεχώς εποπτευόμενο και σε συνεργασία πάντοτε με το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας το σχέδιο βελτίωσης. Η όλη διαδικασία είναι συνεχής και αναπτύσσεται σε κύκλους ετήσιας ή διετούς διάρκειας, ανάλογα με το μέγεθος και την υφή της αναλαμβανόμενης προσπάθειας.

 Με την εισαγωγή ενός συστήματος εσωτερικής αξιολόγησης της σχολικής μονάδας, το ΥΠΠ επιδιώκει την μετατόπιση της έμφασης της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού ως άτομο στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων.

Παράλληλα, το ΥΠΠ επιδιώκει την καθιέρωση αρχών και διαδικασιών για την υποστήριξη «εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής» σχολικών μονάδων, στο πλαίσιο της ασκούμενης από το ΥΠΠ εκπαιδευτικής πολιτικής. Το σύστημα αυτό αναμένεται να συμβάλει στην αποκέντρωση του συγκεντρωτικού σήμερα εκπαιδευτικού συστήματος και να προωθήσει τη δημοκρατικότητα και τη συμμετοχική ευθύνη όλων των παραγόντων που εμπλέκονται στην εκπαίδευση. (ΣΕΛ. 10-11)

Με βάση τα πιο πάνω, κάθε σχολική μονάδα θα προβαίνει στην αρχή της σχολικής χρονιάς σε ένα συλλογικό προγραμματισμό του εκπαιδευτικού έργου, μέσα από τον οποίο θα προσδιορίζονται τεκμηριωμένα οι στόχοι της, η υλοποίηση των οποίων θα επιδιωχθεί κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. ..

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Χρήστος Κάτσικας – Γιώργος Καββαδίας, Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ποιος, ποιον και γιατί, ,  Σαββάλας  2002

2 Βλέπε Χρήστος Κάτσικας, Κώστας Θεριανός, Θανάσης Τσιριγώτης, Γιώργος Καββαδίας, Η Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση, Λιβάνης 2007, σ. 148

αναδημοσίευση από το alfavita.gr

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*