Το χρονικό της απάτης

ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ

10 ΦΛΕΒΑΡΗ ΑΠΕΡΓΟΥΜΕ

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ : ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ, ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ…

Ο πιο εύκολος, αν και με κοντά ποδάρια, τρόπος να επιβάλλεται κάθε φορά πολιτική περικοπών είναι η τρομοκρατία των ελλειμμάτων, συνοδευόμενη με την μόνιμη απειλή της «δημοσιονομικής κατάρρευσης της χώρας». Παρουσιάζουμε αυτό το σύντομο χρονικό της απάτης, καθώς και την απαθή στάση της ελληνικής κυβέρνησης, απάθεια η οποία την καθιστά συμμέτοχη στην τρομοκρατία των ελλειμμάτων, με ένα και μόνο άρρητο, πλην σαφή, στόχο: Να καταστήσουν ανενεργές τις όποιες κοινωνικές αντιστάσεις, καταστέλλοντάς τες «εν τω γεννάσθαι.». Έτσι λοιπόν έχουμε:

23 Νοεμβρίου. Δραματικοί τόνοι για χρεοκοπία της χώρας. Η Κίνα δήθεν ενδιαφέρεται να αγοράσει μέρος του ελληνικού χρέους. Ο Τρισέ προαναγγέλλει την «αγορά» αυτή εκ μέρους των Κινέζων. Η Τράπεζα της Ελλάδος καλεί τις ελληνικές τράπεζες να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αποτέλεσμα; Εκτίναξη του spread των ελληνικών ομολόγων κατά 178 basis points.

24 Νοεμβρίου. Τι κάνει η κυβέρνηση; Τίποτε, σιωπά. Δεν διαψεύδει την αναγγελία Τρισέ. Αντίθετα δηλώνει πως «…Η χώρα είναι σε πολύ δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση.»

25 Νοεμβρίου. Τι κάνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Τι κάνει η Κομισιόν; Τίποτε. Σιωπούν. Οπότε…

26 Νοεμβρίου. Αρχίζει το πάρτι. Κατρακύλα στο χρηματιστήριο(-6,21%), με κάποιες μετοχές να χάνουν έως και το 15% της αξίας τους και τα spreads των ελληνικών ομολόγων να κινούνται πάνω από 200 basis points. Η χαρά των σορτάκηδων. Σορτάκηδες, λέγονται αυτοί που δανείζονται μετοχές και τις πουλούν αμέσως, επειδή εκτιμούν πως θα κατρακυλήσουν την εποχή που συμφώνησαν να τις επιστρέψουν. Μόλις κατρακυλήσουν τις αγοράζουν, τις επιστρέφουν στο δανειστή, στην τιμή της κατρακύλας βέβαια, οπότε προσπορίζονται τη διαφορά. Οι σοτράκηδες δεν είναι τίποτε Σέυλοκ, αλλά καθ όλα νόμιμα κερδοσκοπικά κεφάλαια (ακόμη και ασφαλιστικά ταμεία κάνουν αυτή τη δουλειά). Τα κέρδη βέβαια των χρηματοπιστωτικών οργανισμών (κυρίως τραπεζών) λόγω των υψηλών spreads ενισχύονται περαιτέρω.

27 Νοεμβρίου. Η τρομοκρατία της «δημοσιονομικής κατάρρευσης» συνεχίζεται. Τα spreads των δεκαετών ομολόγων εκτοξεύονται στις 220 basis points. Η κυβέρνηση δεν αντιδρά.

29 Νοεμβρίου. Αφού έχει υπάρξει μυστική συνάντηση του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας με τον πρωθυπουργό και αφού ο στόχος έχει επιτευχθεί, οι κύριοι Αλμούνια, Τρισέ και Γιούνκερ δηλώνουν από το Πεκίνο ότι «Η Ελλάδα είναι προστατευμένη από το € και δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει»

2 Δεκεμβρίου. Οι Κομισιόν, Eurogroup και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παίρνουν τη σκυτάλη από τους προηγούμενους κυρίους και διακηρύττουν ότι όλα θα πάνε καλά, αρκεί βέβαια η Ελλάδα να πάρει επώδυνα μέτρα. Ο πολύς κύριος Γιούνκερ συστήνει στους Έλληνες «..Κουράγιο και υπομονή, διότι τα μέτρα που έρχονται θα είναι σκληρά».

3 Δεκεμβρίου. Ο υπουργός Οικονομικών Παπακωνσταντίνου προαναγγέλλει μέτρα πρωτόγνωρα για το Ελληνικό κράτος. Συγκεκριμένα μειώνει τις δαπάνες του δημοσίου κατά 4,3 δις €, με μείωση των πρωτογενών δαπανών, δηλαδή των δαπανών για μισθούς και συντάξεις, κατά 2,25 δις €. Και όλα αυτά εν μέσω ύφεσης, με παράλληλη υπαγωγή της Ελλάδας στο καθεστώς επιτήρησης και επί πλέον της υπαγωγή της από τον Φεβρουάριο στο άρθρο 126 παράγραφος 9 της Συνθήκης της Λισσαβόνας, δηλαδή σε πλέον αυστηρό καθεστώς επιτήρησης.

Γάντι έρχεται συνεπώς για τους κρατούντες η δημοσιονομική τρομολαγνεία, διότι έτσι θεωρείται από τους ποδηγετημένους εργαζόμενους μονόδρομος, όχι απλά η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, αλλά εκείνη ακριβώς η μείωσή του, η οποία είναι συμφέρουσα για τις κυρίαρχες τάξεις.

Ας δούμε, με βάση την θεωρία του εισοδηματικού κυκλώματος και των εθνικών λογαριασμών, με ποιόν τρόπο συνδέονται τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων με το ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ.

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ

Το δημοσιονομικό έλλειμμα αποτελεί πηγή πλουτισμού των κυρίαρχων τάξεων εις βάρος της εργατικής τάξης. Η θεωρία του εισοδηματικού κυκλώματος και των εθνικών λογαριασμών ορίζει ως δημοσιονομικό έλλειμμα την διαφορά S-I όταν αυτή είναι αρνητική. Με S συμβολίζεται η αποταμίευση του δημοσίου και με Ι το σύνολο των ακαθαρίστων επενδυτικών δαπανών του δημοσίου. Ως αποταμίευση S του δημοσίου ορίζεται το μέρος του εισοδήματος του δημοσίου το οποίο δεν καταναλώνεται απ’ το δημόσιο, άρα S = Y-C, όπου Υ το εισόδημα του δημοσίου, δηλαδή το σύνολο των δημοσίων εσόδων και C το σύνολο των καταναλωτικών δαπανών του. Είναι συνεπώς το δημοσιονομικό έλλειμμα ίσον με Υ-C-I = Y-(C+I), όπου Υ το σύνολο των δημοσίων εσόδων και C+I το άθροισμα των ακαθάριστων επενδυτικών και καταναλωτικών δαπανών του δημοσίου. Ως καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου ορίζονται οι δαπάνες για μισθούς και συντάξεις, καθώς και λοιπές καταναλωτικές δαπάνες του. Ως ακαθάριστες επενδύσεις του δημοσίου θεωρούνται η αυξομείωση των αποθεμάτων του, η αύξηση των παγίων κεφαλαίων του και οι αποσβέσεις. Μετά απ’ αυτά είναι πλέον φανεροί οι τρόποι μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος. Η μείωση αυτή μπορεί να επιτευχθεί είτε με αύξηση των δημοσίων εσόδων [καλύτερα λεχθέν, με ρυθμό αύξησης των δημοσίων εσόδων μεγαλύτερο του ρυθμού αύξησης του συνόλου των δημοσίων δαπανών], είτε με μείωση του ρυθμού αύξησης των δημοσίων δαπανών, καταναλωτικών και επενδυτικών. Ο τρόπος που θα επιλεγεί είναι αποτέλεσμα των ταξικών συσχετισμών.

ΟΙ ΤΑΞΙΚΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η χρηματοδότηση του ελλείμματος γίνεται είτε μέσω της εσωτερικής χρηματαγοράς, είτε με εξωτερικό δανεισμό. Χρηματοδότηση μέσω της εσωτερικής χρηματαγοράς σημαίνει ότι το δημόσιο εκδίδει έντοκα γραμμάτια, τα οποία αγοράζονται είτε από τον μη τραπεζιτικό ιδιωτικό τομέα είτε από τις εμπορικές τράπεζες. Έτσι, το δημοσιονομικό έλλειμμα αποτελεί πηγή πλουτισμού των κυρίαρχων τάξεων, διότι αυτές είναι κάτοχοι των κρατικών ομολόγων. Μάλιστα, όχι μόνον είναι κάτοχοι των κρατικών ομολόγων, αλλά, το κυριότερο, για την αποπληρωμή των τόκων των ομολόγων, κάτοχοι των οποίων είναι τα εύπορα εισοδηματικά στρώματα τα οποία «επενδύουν» σε κρατικά ομόλογα με «σίγουρη» απόδοση, αποσπάται μέσω της φορολογίας εισόδημα απ’ το σύνολο των εργαζομένων. Χρηματοδοτώντας, λοιπόν, το έλλειμμα οι κυρίαρχες τάξεις αποκτούν ως εισόδημα τους τόκους των ομολόγων, οι οποίοι όμως είναι, ή καλύτερα ήταν, εισόδημα των φορολογουμένων, δηλαδή των μισθωτών, διότι η άμεση φορολογία εξακολουθεί να επιβαρύνει κατά κύριο λόγο τους μισθωτούς. Φαίνεται, λοιπόν, ότι δεν είναι αποδεκτή απ’ τις κυρίαρχες τάξεις οποιαδήποτε μέθοδος μείωσης του ελλείμματος. Διότι αν αυξηθούν τα δημόσια έσοδα μέσω αύξησης της φορολογίας των κυρίαρχων τάξεων και ως εκ’ τούτου ισόποσα μειωθεί το έλλειμμα, οι κυρίαρχες τάξεις υφίστανται διπλή απώλεια. Αφ’ ενός απώλεια εισοδήματος μέσω αύξησης της φορολογίας τους, αφ ετέρου είσπραξη λιγότερων τόκων από τη χρηματοδότηση του μειωμένου ελλείμματος του δημοσίου. Αν υποθέσουμε ότι η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος γίνεται μέσω της μείωσης των δημοσίων δαπανών, δηλαδή μέσω της μείωσης του αθροίσματος C+Ι των καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών του δημοσίου, τότε το συνολικό εισόδημα των κυρίαρχων τάξεων θίγεται μόνο στο βαθμό που μειούται το έλλειμμα, συνεπώς μειούται και η έντοκη χρηματοδότησή του απ’ αυτούς. Οι κυρίαρχες τάξεις προτιμούν τη δεύτερη μέθοδο μείωσης του ελλείμματος και όχι την πρώτη, διότι με την πρώτη υφίστανται όπως είδαμε διπλή απώλεια.

Αλλά και σε σχέση με τη δεύτερη μέθοδο μείωσης του ελλείμματος, οι κυρίαρχες τάξεις προτιμούν η μείωση να γίνει με μείωση του παράγοντα C του αθροίσματος C+I, του παράγοντα δηλαδή που αφορά τις καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου, τις δαπάνες δηλαδή για μισθούς και συντάξεις συν τις λοιπές καταναλωτικές δαπάνες. Γιατί όμως οι κυρίαρχες τάξεις, οι καπιταλιστές, προκρίνουν η μείωση του ελλείμματος να γίνει αποκλειστικά με μείωση του παράγοντα C και όχι και του Ι που παριστά τις ακαθάριστες δημόσιες επενδύσεις; Ο λόγος είναι διότι η μείωση του Ι σημαίνει και μείωση, εκ μέρους του δημοσίου, της ζήτησης για εμπορεύματα τα οποία παράγουν οι ίδιοι, δηλαδή μείωση του κύκλου εργασιών τους, του τζίρου τους. Γι’ αυτό προκρίνουν πρωτίστως τη μείωση των μισθών και των συντάξεων.

Βέβαια, η περιστολή της ζήτησης, ως αποτέλεσμα της μείωσης των μισθών και των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και γενικότερα ως αποτέλεσμα της υποχώρησης του μεριδίου των μισθών στο καθαρό προϊόν, που είναι και η σημαντικότερη συνέπεια της ταξικής πολιτικής, αποτελεί προφανώς πρόβλημα για τις κυρίαρχες τάξεις, διότι με τους μισθούς τους οι εργαζόμενοι αγοράζουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες των καπιταλιστών. Απ’ την άλλη όμως μεριά η περιοριστική πολιτική αυξάνει την ανεργία, διότι όλο και περισσότερα μέλη των νοικοκυριών, επειδή έχουν ανάγκη να εργαστούν, αναζητούν εργασία ή δεύτερη εργασία, με αποτέλεσμα να εμπεδώνεται ευκολότερα η εργασιακή πειθαρχία, η καταπάτηση των συλλογικών συμβάσεων, οι κάθε μορφής ευελιξίες, τελικώς η συνεχής μετατόπιση του συσχετισμού δύναμης υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας. Ο ταξικός συσχετισμός δύναμης είναι τελικώς αυτός που καθορίζει την οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων, διότι οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις δεν ενδιαφέρονται για το ξεπέρασμα της κρίσης εν γένει, αλλά για την απάλυνση των επιπτώσεων της κρίσης σ’ αυτούς τα συμφέροντα των οποίων εκφράζουν, δηλαδή στους καπιταλιστές και στο καπιταλιστικό κράτος.

Ποιες είναι όμως οι αιτίες των υψηλών ελλειμμάτων; Η πολιτική μείωσης των καταναλωτικών δαπανών του δημοσίου αποτελεί εργαλείο μείωσης τους; Όπως θα δούμε όχι, διότι συγχρόνως συνεχώς μειώνονται τα δημόσια έσοδα, λόγω ακριβώς της μείωσης της φορολογίας του κεφαλαίου.

Παρόλη όμως τη μείωση των συντελεστών φορολόγησης των επιχειρήσεων η συμβολή στα φορολογικά έσοδα της φορολόγησης των κερδών θα μπορούσε να παρουσιάζεται αυξημένη, διότι τα κέρδη αυξάνονται με ταχύτερους ρυθμούς απ’ ότι μειώνονται οι φορολογικοί συντελεστές. Τι κρύβεται πίσω από αυτό το γεγονός της μείωσης της συμβολής στα φορολογικά έσοδα της φορολόγησης των κερδών; Τίποτε περισσότερο από την τερατώδη φοροδιαφυγή των επιχειρήσεων, που μειώνει τη συμβολή αυτή που θα έπρεπε να εμφανίζεται αυξημένη λόγω της αύξησης των κερδών.

Οι αιτίες του δημόσιου ελλείμματος: Το έλλειμμα είναι ένα υπαρκτό αλλά «παράγωγο»πρόβλημα. Αντανακλά, δηλαδή, άλλα προβλήματα που λειτουργούν ως πρωτογενείς του αιτίες: 1)Η άνιση κατανομή του κοινωνικού πλούτου, 2)Η υψηλή ανεργία. 3)Η ανέχεια μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που περιορίζει τη φοροδοτική τους ικανότητα. 4) Η εκτεταμένη παραοικονομία, το λαθρεμπόριο και η διάχυτη φοροδιαφυγή. 5) Οι ιδιωτικοποιήσεις κερδοφόρων επιχειρήσεων που μειώνουν τα έσοδα τον δημοσίου από μερίσματα. 6) Η μείωση της φορολογίας των κερδών. 7) Οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες.

ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ

Η πλέον όμως «ολισθηρή» για το δημόσιο μέθοδος μείωσης του δημοσίου χρέους είναι αυτή των ιδιωτικοποιήσεων. Πρόκειται για ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, με εντελώς βραχυπρόθεσμο όφελος, η οποία όμως μειώνει την περιουσιακή του βάση, με συνέπειες: 1) Την αρνητική επίδραση στη μακροπρόθεσμη διαχείριση του χρέους και 2) Τη μείωση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Η μείωση συνεπώς της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, πέρα από τις «αξιολογήσεις» των διεθνών οίκων, σχετίζεται με το ότι απομειούται με σταθερούς ρυθμούς η περιουσιακή βάση του δημοσίου. Αυτό το γνωρίζουν οι αγοραστές ομολόγων και αυτό αξιολογούν και όχι τις αξιολογήσεις των διεθνών οίκων, το κύρος των οποίων -μετά την κατάρρευση της Λέμαν Μπράδερς, και την σωτηρία εκ μέρους του αμερικανικού δημοσίου της AIG- είναι στο Ναδίρ.

ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ

Ιδίως εκείνοι που σείουν το φάντασμα της Αργεντινής προκειμένου να τρομοκρατήσουν, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι στην Αργεντινή το πρόβλημα δεν ήταν το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο μάλιστα ήταν μικρότερο απ’ το δικό μας, αλλά ακριβώς το γεγονός ότι η Αργεντινή οδηγήθηκε στη χρεοκοπία επειδή λόγω των εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων δεν είχε τη δυνατότητα άσκησης αντικυκλικής πολιτικής, με αποτέλεσμα η ανάπτυξη να μείνει καθηλωμένη. Στη ματωμένη Αργεντινή το πρόβλημα ήταν, λοιπόν, οι ευρύτατες αποκρατικοποιήσεις, δηλαδή οι νεοφιλελεύθερες συνταγές και όχι το δημόσιο χρέος, το οποίο από μόνο του δεν συνιστούσε καν κρισιακό φαινόμενο.

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΔΥΜΟΥ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΟΣ.

Η θεωρία του διδύμου ελλείμματος είναι μια αποτυχημένη προσπάθεια του καθηγητή Π. Κρούγκμαν να τεκμηριώσει πως υφίσταται σχέση αιτιότητας μεταξύ του δημοσιονομικού ελλείμματος και του εμπορικού ελλείμματος. Αυτό που σήμερα διακινείται από τους κρατούντες είναι πως μία εκ των αιτιών του δημοσιονομικού ελλείμματος είναι και η μείωση της αποταμίευσης των νοικοκυριών εξ αιτίας της «υπερκαταναλωτικής μανίας των ελλήνων» και της στροφής τους στον δανεισμό, η εξυπηρέτηση του οποίου μειώνει το τελικώς διαθέσιμο εισόδημα. Οπότε περνάμε στη θεωρία του τριδύμου ελλείμματος, θεωρία την οποία υπηρετούν υψηλοί παράγοντες του υπουργείου οικονομικών και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι. Ας την παρουσιάσουμε:

Κατ’ αρχήν γνωρίζουμε τη θεμελιώδη ταυτότητα της κατανομής του εισοδήματος, σύμφωνα με την οποία το άθροισμα της αποταμίευσης των νοικοκυριών, του δημοσιονομικού ελλείμματος ή πλεονάσματος και του κατά τις επενδύσεις των επιχειρήσεων μειωμένου εισοδήματός τους, δηλαδή των κατά τις επενδύσεις των επιχειρήσεων μειωμένων καθαρών κερδών τους είναι ταυτό με το εμπορικό έλλειμμα ή πλεόνασμα. Η απόδειξη αυτής της ταυτότητας είναι γνωστή σε όποιους, έστω και στοιχειωδώς, μελέτησαν τον Κέυνς. (θωρήσαμε επί πλέον πως τα νοικοκυριά δεν επενδύουν, ώστε να απλουστεύσουμε τα πράγματα). Αυτοί που δεν μελέτησαν τον Κέυνς, αλλά τον παπαγάλισαν ή τον διάβαζαν χωρίς να βλέπουν πίσω από τις μαθηματικές σχέσεις που διατύπωσε, κατάλαβαν το εξής: Πως αν θέλουμε να μειώσουμε το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν έχουμε παρά να αυξήσουμε την αποταμίευση των νοικοκυριών, μειώνοντας την κατανάλωσή τους, ή ισοδύναμα αυξάνοντας την αποταμίευσή τους, συγχρόνως ενδεχομένως και με τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Γιατί το λένε; Απλούστατα γιατί έτσι θα έχουν ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ της περιστολής των μισθών και των συντάξεων, εκτός των άλλων που προαναφέραμε.

Τι δεν βλέπουν; Απλούστατα πως ο Κέυνς περιέγραψε μία ταυτότητα και όχι μία εξίσωση, στην οποία εμπλέκεται κάποια αιτιακή σχέση. Ο Κέυνς περιέγραψε, κατά την προσφιλή του μέθοδο, δύο μέλη, δύο μεγέθη, ταυτά και σε μία ισότητα δύο ταυτών μεγεθών δεν ενυπάρχει καμία αιτιότητα.

Δεν είναι η πρώτη φορά που λέγονται ανάλογα πράγματα και δείχνουν έλλειψη κατανόησης στοιχειωδέστατων ζητημάτων της θεωρίας. Στο παρελθόν, αλλά και σήμερα πιο δειλά, διακινείται η «θεωρία» πως “καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε”. Μα αν καταναλώναμε περισσότερα των όσων παράγουμε, τότε η αποταμίευση της ελληνικής οικονομίας θα ήταν αρνητικό μέγεθος, κάτι που ποτέ δεν υπήρξε.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ο περιορισμός, συνεπώς, του ελλείμματος -και όχι η μεταφορά του στην κοινωνία- περνά μέσα από την αντιμετώπιση των «πρωτογενών» αιτιών τον ελλείμματος. Παρατηρούμε πως πέρα από τις παλιές και «συνήθεις» αιτίες, όπως είναι η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, υπάρχουν και νέες, με κυριότερες τις ιδιωτικοποιήσεις κερδοφόρων δημοσίων επιχειρήσεων, οπότε μειώνονται τα έσοδα του δημοσίου, και η μείωση της φορολογίας στα κέρδη που επίσης μειώνει τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου. Οι δύο αυτές αιτίες συνεισφέρούν στο έλλειμμα τουλάχιστον κατά 2 δισ. € ετησίως, ενώ άλλα 2 δισ. € «χάθηκαν» μόνο από τη φοροκλοπή του Φ.Π.Α [με στοιχεία του 2005] ο οποίος, ενώ πληρώθηκε από τους καταναλωτές, δεν έφτασε ποτέ στα δημόσια ταμεία». Για «του λόγου το αληθές», αναφέρουμε χαρακτηριστικά την πορεία των φόρων των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών
σε σχέση με τα κέρδη τους. Θα διαπιστώσετε συνολική μείωση των φόρων κατά 37%, με παράλληλη αύξηση των κερδών τους κατά 138,69%! [Επεξεργαστήκαμε τα στοιχεία που δημοσιοποιεί η Ένωση Τραπεζών ].

ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΔΕ

24/1/2010, 6974438720, paremvaseisde@gmail.com

Ε Θ Ν Ι Κ Η
ΕΤΟΣ

ΚΕΡΔΗ ΣΕ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΥΡΩ

ΦΟΡΟΙ ΣΕ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΥΡΩ

ΠΟΣΟΣΤΟ % ΦΟΡΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΕΡΔΩΝ

ΠΟΣΟΣΤΟ % ΑΥΞΗΣΗΣ ΚΕΡΔΩΝ ΤΕΤΡΑΕΤΙΑΣ

ΠΟΣΟΣΤΟ % ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΦΟΡΩΝ ΤΕΤΡΑΕΤΙΑΣ

Δηλαδή η Εθνική Τράπεζα μέσα στην τετραετία 2004 έως 2007 αύξησε τα κέρδη της κατά 197,24% και οι φόροι της μειώθηκαν κατά 15,5%

2004

347,15

112,25

32,33

197,24

15,5

2005

622,87

148,55

23,85

2006

840,07

155,8

18,55

2007

1031,86

117,26

11,36

σύνολο τετραετίας

2841,95

533,86

18,78

A L P H A B A N K
ΕΤΟΣ

ΚΕΡΔΗ ΣΕ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΥΡΩ

ΦΟΡΟΙ ΣΕ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΥΡΩ

ΠΟΣΟΣΤΟ % ΦΟΡΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΕΡΔΩΝ

ΠΟΣΟΣΤΟ % ΑΥΞΗΣΗΣ ΚΕΡΔΩΝ ΤΕΤΡΑΕΤΙΑΣ

ΠΟΣΟΣΤΟ % ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΦΟΡΩΝ ΤΕΤΡΑΕΤΙΑΣ

Δηλαδή η Alpha Bank μέσα στην τετραετία 2004 έως 2007 αύξησε τα κέρδη της κατά 45,48% και οι φόροι της μειώθηκαν κατά 29,7%

2004

421,8

115,84

27,46

45,48

29,7

2005

467,41

89,54

19,16

2006

716,03

139,84

19,53

2007

613,64

150,25

24,49

σύνολο τετραετίας

2218,88

495,47

22,33

E U R O B A N K
ΕΤΟΣ

ΚΕΡΔΗ ΣΕ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΥΡΩ

ΦΟΡΟΙ ΣΕ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΥΡΩ

ΠΟΣΟΣΤΟ % ΦΟΡΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΕΡΔΩΝ

ΠΟΣΟΣΤΟ % ΑΥΞΗΣΗΣ ΚΕΡΔΩΝ ΤΕΤΡΑΕΤΙΑΣ

ΠΟΣΟΣΤΟ % ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΦΟΡΩΝ ΤΕΤΡΑΕΤΙΑΣ

Δηλαδή η Eurobank μέσα στην τετραετία 2004 έως 2007 αύξησε τα κέρδη της κατά 114,57% και οι φόροι της μειώθηκαν κατά 40,57%

2004

398

106

26,63

114,57

40,57

2005

561

127

22,64

2006

644

109

16,93

2007

854

149

17,45

σύνολο τετραετιας

2457

491

19,98

Τ Ρ Α Π Ε Ζ Α Π Ε Ι Ρ Α Ι Ω Σ
ΕΤΟΣ

ΚΕΡΔΗ ΣΕ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΥΡΩ

ΦΟΡΟΙ ΣΕ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΥΡΩ

ΠΟΣΟΣΤΟ % ΦΟΡΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΕΡΔΩΝ

ΠΟΣΟΣΤΟ % ΑΥΞΗΣΗΣ ΚΕΡΔΩΝ ΤΕΤΡΑΕΤΙΑΣ

ΠΟΣΟΣΤΟ % ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΦΟΡΩΝ ΤΕΤΡΑΕΤΙΑΣ

Δηλαδή η Τράπεζα Πειραιώς μέσα στην τετραετία 2004 έως 2007 αύξησε τα κέρδη της κατά 460,36%% και οι φόροι της μειώθηκαν κατά 284,97%. Ούτε κι εμείς πιστεύαμε στα μάτια μας και χρειάστηκε να ελέγξουμε πάλι τις πράξεις

2004

88,89

19,46

21,89

460,36

284,94

2005

265,98

24,38

9,17

2006

404,39

64,3

15,9

2007

498,1

74,91

15,04

σύνολο τετραετίας

1257,36

183,05

14,56

ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΣΤΙΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
ΕΤΟΣ ΚΕΡΔΗ ΣΕ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΥΡΩ ΦΟΡΟΙ ΣΕ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΥΡΩ ΠΟΣΟΣΤΟ % ΦΟΡΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΕΡΔΩΝ ΠΟΣΟΣΤΟ % ΑΥΞΗΣΗΣ ΚΕΡΔΩΝ ΤΕΤΡΑΕΤΙΑΣ

ΠΟΣΟΣΤΟ % ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΦΟΡΩΝ ΤΕΤΡΑΕΤΙΑΣ

Δηλαδή οι τράπεζες αυτές πέτυχαν αύξηση των κερδών τους μέσα στην τετραετία 2004 έως 2008 κατά 138,69% συνολικά και παράλληλα είδαν τους φόρους τους να μειώνονται κατά 37,05%

2004

1255,84

358,56

28,55

138,69

37,05

2005

1917,26

774,78

40,41

2006

2604,49

313,14

12,02

2007

2997,6

491,42

16,39

σύνολο τετραετίας

8775,19

1937,9

22,08