Για το διήμερο του ΚΕΜΕΤΕ και τα συμπεράσματά του

Το κείμενο που ακολουθεί επιχειρεί να αποτιμήσει το διήμερο του ΚΕΜΕΤΕ και θα κατατεθεί και στο Δ.Σ. ως τοποθέτηση των ΑΣΠΚ για τα συμπεράσματά του.

Την Παρασκευή και το Σάββατο 17 και 18 Μαρτίου 2023 πραγματοποιήθηκε η προγραμματισμένη διημερίδα του ΚΕΜΕΤΕ με τίτλο “Μορφωτικές Ανισότητες και Εργασιακά Δικαιώματα στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση”. Την πρώτη μέρα παρουσιάστηκε η έρευνα του ΚΕΜΕΤΕ με θέμα: “Όψεις της τηλεκπαίδευσης κατά την περίοδο της πανδημίας”, ενώ τη δεύτερη μέρα η εκδήλωση είχε θέμα “Για ένα συμπεριληπτικό, ανοικτό, δημοκρατικό σχολείο: Προβλήματα, προκλήσεις, προτάσεις”.

Δυστυχώς στα πλαίσια της διημερίδας του ΚΕΜΕΤΕ ακολουθήθηκε μια πρωτοφανής για τα δεδομένα της ομοσπονδίας διαδικασία, στην οποία με τα χίλια ζόρια ακούστηκαν διαφορετικές φωνές, υπήρξε ελάχιστη συζήτηση και στο τέλος παρουσιάστηκαν συμπεράσματα έτοιμα από πριν. Τόσο η διαδικασία, όσο και το τελικό κείμενο συμπερασμάτων που στάλθηκε στο ΔΣ για έγκριση, δεν επιτρέπουν τη διαμόρφωση μάχιμων θέσεων για τον κλάδο, πράγμα αναγκαίο σε μια περίοδο που είναι σε εξέλιξη μεγάλες μάχες για τον ίδιο το χαρακτήρα της εκπαίδευσης.

Πιο συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά το θέμα που συζητήθηκε την πρώτη μέρα -το θέμα της τηλεκπαίδευσης- η έρευνα που παρουσιάστηκε ανέδειξε κατά τη γνώμη μας με επιτυχία τις αρνητικές συνέπειες που είχε αυτή, τόσο στις εργασιακές συνθήκες των εκπαιδευτικών, όσο και στις μορφωτικές ανισότητες που αφορούν τους μαθητές. Σύμφωνα, άλλωστε, με τα συμπεράσματα της έρευναςη τηλεκπαίδευση μετατόπισε τον χώρο εργασίας από το σχολείο στην κατοικία του εκπαιδευτικού και επέφερε σημαντικές παραβιάσεις στα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών, με πρώτο και κύριο την παραβίαση του διδακτικού και εργασιακού τους ωραρίου.

Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι η τηλεκπαίδευση ενισχύει τις ήδη υπάρχουσες εκπαιδευτικές και μορφωτικές ανισότητες, ιδιαίτερα για τις ευάλωτες μαθητικές ομάδες και συνδέεται επιπλέον με τη δημιουργία νέων ανισοτήτων, γι’ αυτό και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δια ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία. Η ανεπάρκεια τεχνολογικού εξοπλισμού και υποδομών δικτύου από μέρους των μαθητών/τριών μαζί με άλλους παράγοντες είχε ως συνέπεια τον αποκλεισμό ολόκληρων μαθητικών ομάδων από την τηλεκπαίδευση καθώς και την πλημμελή και προβληματική πρόσβαση σε αυτήν. Επίσης, παρατηρήθηκαν σοβαρά ελλείμματα κάλυψης και αφομοίωσης της ύλης, ενώ η διδασκαλία ειδικών κατηγοριών διδακτικών αντικειμένων ήταν εξαιρετικά δυσχερής και αναποτελεσματική. Αντιστοίχως, το παιδαγωγικό κλίμα και η ψυχοκοινωνική διάσταση της μαθησιακής διαδικασίας δέχτηκαν σοβαρό πλήγμα από την τηλεκπαίδευση.

Αξίζει να τονιστεί ότι στα πλαίσια αυτής της έρευνας- που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε το 2021 από τα μέλη του ΚΕΜΕΤΕ χωρίς εξωτερική βοήθεια – στάλθηκαν ερωτηματολόγια σε 4324 εκπαιδευτικούς από όλη τη χώρα εμπλέκοντας έτσι ένα μεγάλο αριθμό των συναδέλφων σε αυτήν. Η έρευνα ανέδειξε τα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την τηλεκπαίδευση και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από εκπαιδευτικούς, που γνώριζαν από την εμπειρία τους ποια ήταν τα προβλήματα που δημιουργούσε η τηλεκπαίδευση και γι’ αυτό ήξεραν πού έπρεπε να εστιάσουν τις ερωτήσεις και διατύπωσαν με εύστοχο τρόπο τα ερωτηματολόγια.

Ο τρόπος διεξαγωγής και η επιτυχία της, άλλωστε, επιβεβαιώνουν την πάγια θέση των Παρεμβάσεων ότι το ΚΕΜΕΤΕ πρέπει να βρίσκεται κοντά στους εκπαιδευτικούς, να υπηρετεί τις ανάγκες τους και να αποτελεί οργανικό κομμάτι της Ομοσπονδίας τεκμηριώνοντας τα αιτήματά της και συμβάλλοντας ουσιαστικά στους αγώνες του κλάδου. Έτσι το πρόγραμμα δράσης του, οι στόχοι του και ο προσανατολισμός του πρέπει να εκφράζει τις ανάγκες και τους στόχους του εκπαιδευτικού κινήματος για την υπεράσπιση της δημόσιας εκπαίδευσης και του δικαιώματος στη μόρφωση των λαϊκών στρωμάτων σε μια περίοδο που το δημόσιο σχολείο είναι αντιμέτωπο με τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση.

Όμως, τα συμπεράσματα όπως ήρθαν για ψήφιση στο Δ.Σ. μετά το πέρας της εκδήλωσης –και όπως παρουσιάστηκαν στο τέλος της διημερίδας- βρίσκονται σε αντίθεση με την ουσία των αποτελεσμάτων της έρευνας που είχε γίνει το ΄21. Μπορεί να περιλαμβάνουν ένα μέρος από τα συμπεράσματά της, όμως περιλαμβάνουν και απόψεις που δεν διατυπώνουν με σαφήνεια ότι η τηλεκπαίδευση δεν είναι εκπαίδευση και ότι δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα καλείται να λύσει. Και ενώ η έρευνα παρουσιάζεται δύο χρόνια σχεδόν μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων της πανδημίας δεν γίνεται κάποια αποτίμηση για το τι έγινε και το τι έπρεπε τελικά να γίνει. Η επιλογή για κλειστά σχολεία, σχεδόν για δύο διδακτικές χρονιές, μένει στο απυρόβλητο.Όμως, κατά τη γνώμη μας την περίοδο της πανδημίας η μόνη λύση ήταν να ανοίξουν τα σχολεία με 15 μαθητές ανά τμήμα με μέτρα υγειονομικής προστασίας και με τα επιπρόσθετα παιδαγωγικά μέτρα όπως θα ήταν η μείωση της ύλης, η μη ύπαρξη εξετάσεων, οι μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών, καθαριστριών και του απαραίτητου προσωπικού και η ενίσχυση των υποδομών των σχολείων . Τα τεράστια μαθησιακά κενά που φαίνονται ακόμη και σήμερα, ενισχύουν αυτή την τοποθέτηση.

Εκτός από τα παραπάνω δεν γίνεται καν αναφορά στη μετατόπιση του εργασιακού χώρου στην κατοικία των εκπαιδευτικών, ενώ δίνεται έμφαση στην “πλημμελή και μη έγκαιρη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών”, που όντως ήταν μια από τις ελλείψεις που παρατηρήθηκαν, δεν θα μπορούσε όμως να λύσει την πληθώρα προβλημάτων που δημιουργούσε η τηλεκπαίδευση. Το θέμα δεν είναι λοιπόν η εξοικείωση των μαθητών και των εκπαιδευτικών με τις νέες τεχνολογίες, όπως προτείνεται, αλλά η κατάργηση της τηλεκπαίδευσης. Το σημαντικό ζήτημα δεν είναι το αν αποκτήσαμε θετικά στοιχεία ως εκπαιδευτικοί από την εξοικείωση με τα ψηφιακά μέσα, αλλά το αν αυτή η διαδικασία όξυνε τις ανισότητες για τους μαθητές και πώς θα αντιμετωπιστούν αυτές από εδώ και εμπρός- και φυσικά ο ψηφιακός γραμματισμός των εκπαιδευτικών δεν αντιμετωπίζει την όξυνση των ανισοτήτων, ούτε κανένα άλλο από τα προβλήματα που δημιούργησε η τηλεκπαίδευση.

Τέλος, τα συμπεράσματα που εξάγονται αφήνουν ανοιχτό το παράθυρο για χρήση της τηλεκπαίδευσης σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και για καθιέρωση και νομιμοποίηση της στη συνείδηση των εκπαιδευτικών. Άλλωστε πρέπει να επισημάνουμε ότι η συναίνεση της ΟΛΜΕ σε αυτό το θέμα με ευθύνη των ΣΥΝΕΚ –ΔΑΚΕ –ΠΕΚ -ΠΑΜΕ έδωσε και το πάτημα της κυβέρνησης για χρήση της τηλεκπαίδευσης σε καταλήψεις , σε κακοκαιρία κλπ.

Όμως τα προβλήματα με την αποτίμηση της διημερίδας, δεν περιορίζονται μόνα σε όσα έχουν να κάνουν με τη φάση της πανδημίας, που όσο και αν έχει αφήσει αρνητικές παρακαταθήκες στην εκπαίδευση, έχει πλέον περάσει, αλλά στα όσα συζητήθηκαν τη δεύτερα μέρα για το ζήτημα της «συμπερίληψης». Και αυτό γιατί σε αυτή τη συζήτηση διακρίνουμε την προσπάθεια να υπάρξουν τοποθετήσεις που έχουν να κάνουν με τη συνολική στάση του κλάδου απέναντι σε σημαντικές πλευρές των αναδιαρθρώσεων που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στην εκπαίδευση.

Από την όλη συζήτηση απουσίαζε μια τοποθέτηση που πρέπει να είναι κεντρική: ότι στο σημερινό σχολείο εφαρμόζονται μια σειρά από σκληρά ταξικές πολιτικές (από την αξιολόγηση ως την τράπεζα θεμάτων) που οδηγούν στην ταξική κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων, αλλά και στον αποκλεισμό χιλιάδων μαθητών από την εκπαίδευση. Πολλές φορές ως αντίβαρο σε αυτές τις πολιτικές η κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ προβάλλουν την έννοια της «συμπερίληψης».

Σε αυτό το πλαίσιο αν δεν αναδειχθεί ότι η αύξηση των εξετάσεων και η ενίσχυση της ταξικότητας του σχολείου οδηγεί στη σχολική διαρροή και τον αποκλεισμό των κατωτέρων στρωμάτων με αποτέλεσμα οι επιμέρους μαθητικές ομάδες των παιδιών με αναπηρία, με προσφυγικό υπόβαθρο, τα ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιά να βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα σκληρό διπλό αποκλεισμό, η επίκληση από τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ της συμπερίληψης δεν αποτελεί παρά άλλοθι για τις πολιτικές τους, καθώς δείχνουν να ενδιαφέρονται για τις πιο ευάλωτες κατηγορίες τη στιγμή που διαλύουν όλο το υπόλοιπο οικοδόμημα.

Ακόμα χειρότερα πολλές φορές στο όνομα της «συμπερίληψης» προωθούν σκληρές πλευρές της ίδιας πολιτικής. Αυτό γίνεται όταν για να καταργήσουν δομές φέρνουν στην επιφάνεια το αφήγημα ότι δεν επαρκούν τα ειδικά σχολεία και δεν ικανοποιούν τους στόχους τους, με σκοπό να καταλήξουν στο κλείσιμό τους με τραγικές συνέπειες για συναδέλφους και μαθητές. Ή όταν για να προωθήσουν την κεντρική πολιτική τους, συχνά μετατρέπουν τις αναγκαίες δράσεις για την ένταξη πχ. των προσφύγων ή των αδύνατων σε “καλές πρακτικές”, μετρήσιμους στόχους για την αξιολόγηση και τις υποτάσσουν στην κεντρική γραμμή κατηγοριοποίησης των σχολείων.

Η αλήθεια είναι, όμως, ότι δεν μπορεί να υπάρχει συμπερίληψη σε ένα σχολείο που υποχρηματοδοτείται, που δεν έχει μόνιμες δομές, σε ένα σχολείο σε μια χώρα που ασκεί συστηματικά βάρβαρη αντιπροσφυγική πολιτική. Όρος για την ύπαρξη ενός σχολείου που θα εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες σε όλους τους μαθητές και θα μπορεί να στηρίξει και τις επιμέρους μαθητικές ομάδες δεν μπορεί παρά να είναι ο αγώνας για την ενίσχυση του δημόσιου, δωρεάν σχολείου για όλα τα παιδιά χωρίς ταξικούς φραγμούς και διακρίσεις και για την ανατροπή των κυρίαρχων πολιτικών.

Είναι λοιπόν θλιβερό την ώρα που ο κλάδος δίνει μια πολύ μεγάλη μάχη ενάντια στην αξιολόγηση και την πολιτική της κυβέρνησης, να μη βρίσκεται μια κουβέντα για να συνδέσει την όλη «θεωρία» που παρουσιάστηκε με τους αγώνες αυτούς, δηλαδή με την πράξη του μαχόμενου εκπαιδευτικού κινήματος. Άλλωστε αυτός θα έπρεπε να είναι ο πραγματικός ρόλος του ΚΕΜΕΤΕ, να εξοπλίζει με θέσεις και επεξεργασίες τους αγώνες του κλάδου, να απαντάει στα ιδεολογήματα της κυρίαρχης πολιτικής και όχι να κάνει προσπάθεια να εξαρτηθεί από το κράτος, να “πιστοποιηθεί” και να προσπαθεί να περάσει βελτιωτικές προτάσεις που αφήνουν όμως στο απυρόβλητο τον πυρήνα της κυρίαρχης πολιτικής!

Γι’ αυτό και αντιστεκόμαστε στην αλλαγή του χαρακτήρα του ΚΕΜΕΤΕ, την εξάρτησή του από το κράτος, την αποκοπή του από το εκπαιδευτικό κίνημα.

Παλεύουμε:

  • ενάντια στο νέο σχολείο – εξεταστικό κέντρο. Να καταργηθούν τα εξεταστικά πλέγματα (ΕΒΕ, Τράπεζα Θεμάτων, PISA).
  • ενάντια στην αυτοαξιολόγηση και την αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών και για την κατάργηση όλων των σχετικών διατάξεων.
  • για την ένταξη των προσφύγων στην εκπαίδευση και την ενίσχυση της ειδικής αγωγής, για την ενίσχυση των υπαρχόντων και ίδρυση και στελέχωση δομών με μόνιμους διορισμούς όλου του απαιτούμενου προσωπικού.
  • Να καταργηθούν όλες οι διατάξεις που προβλέπουν τη διεξαγωγή τηλεκπαίδευσης, είτε ως μέσο καταστολής των καταλήψεων, είτε σε κάθε άλλη περίσταση!

ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΝΙΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΧΡΟΝΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΩΡΕΑΝ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΑΞΙΚΟΥΣ ΦΡΑΓΜΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*